Friday, September 22, 2017

Γυναικείες φωνές της Παραγουάης στο 9ο Φεστιβάλ ΛΕΑ (κείμενα)

IX FESTIVAL LEA
ACTO PARAGUAY
Viernes 09.06.17
Poems & Crimes
 
 (Φωτογραφίες και βίντεο από την εκδήλωση) 




Voces femeninas del Paraguay 
 
En el libro “Pintadas por sí mismas” se presenta una antología de testimonios de mujeres paraguayas dirigida y coordinada por Marilyn Godoy. Voces de mujeres del Paraguay, voces de mujeres universales que se pudieran trasponer a varios lugares del mundo, a varios momentos de la Historia.
Coordinación, selección y traducción de Marilyn Godoy y Sapfó Diamanti. 
 

 
Γυναικείες φωνές της Παραγουάης
 
Το βιβλίο «Pintadas por sí mismas» [«Ζωγράφισαν τον εαυτό τους»] αποτελεί μιαν ανθολογία από μαρτυρίες γυναικών της Παραγουάης, που διηύθυνε και συντόνισε η Μαριλύν Γοδόυ. Φωνές γυναικών από την Παραγουάη, φωνές γυναικών παγκόσμιων που θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε διάφορα σημεία του κόσμου, σε διάφορες στιγμές της Ιστορίας.
Συντονισμός, επιλογή, μετάφραση: Μαριλύν Γοδόυ - Σαπφώ Διαμάντη 
 
 
PETRONA (introducción) 
Ahora hablo porque pienso que si hablo, muchas chicas como yo pueden vivir un poco mejor, hablo porque si se va a publicar lo que digo, la gente va a saber la vida de una chica como yo, que no tenemos otro destino que vivir así, trabajando y cuidando criatura…
 
ΠΕΤΡΟΝΑ (εισαγωγή) 
Τώρα μιλάω γιατί σκέφτομαι πως άμα μιλήσω, πολλές κοπέλες σαν κι εμένα μπορεί να ζήσουνε λίγο καλύτερα, μιλάω γιατί άμα είναι να δημοσιευτούν αυτά που λέω, ο κόσμος θα μάθει πώς είν’ η ζωή μιας κοπέλας σαν κι εμένα, που η μοίρα μας είναι μονάχα να ζούμε έτσι, να δουλεύουμε και να κοιτάμε τα παιδιά… 

1. JULIA (curandera y partera) 
Antes, cuando nosotros éramos jóvenes, la gente llegaba acá, ocupaba solamente la tierra necesaria, trabajaba y todos le respetábamos como dueño. Cuando la tierra no daba más, se mudaban. Así es como fueron naciendo las compañías.
     Entonces acá ahora tenemos por un lado la estancia, por el otro lado al otro que debe ser bien mbareté porque tiene a las autoridades a su favor y dice que tiene los papeles de toda la mejor parte de nuestras tierras laborales. Él parece que tiene luego los papeles de casi todo el pueblo.
Por eso queda poca tierra, por eso quedamos pocos, por eso quedan pocos hombres, por eso es que nuestras muchachas van a Asunción a buscar trabajo, y por eso tenemos muchos problemas.
Es que los campesinos somos vyros, ignorantes, confiados y se nos engaña fácilmente. A veces viene gente que quiere adoctrinarnos, nosotros desconfiamos, porque salir de nuestra ignorancia nos cuesta demasiado caro.
Otro problema que trajeron los dueños de las tierras son los capataces que se quieren abusar hasta de nuestras mujeres, de señoras casadas. El capataz del dueño de la tierra ya forzó a muchas jovencitas, yo sí que en ese caso no tengo ningún problema en hacerle abortar.
Y tienen hijos, y tienen hijos dos o tres mujeres, parientes, hasta hermanas, del mismo hombre, y bueno, qué es lo que va a ser si no hay hombre y a veces se arma la trifulca y se pelean por alguno.
Yo, por eso, sueño con crear pequeñas industrias caseras, pero mis recursos son escasos y mi tiempo también. Yo veo cosas que me lastiman. Veo por ejemplo jóvenes vendiendo chipas en Caacupé. Eso me da mucha pena porque los hombres son brazos para labrar la tierra y no nacieron para andar como mujeres vendiendo cualquier cosa, entonces pierden su esencia de hombre, pierden masculinidad, pierden autoridad y pierden su contacto con la tierra que les vio nacer.
[pequeña pausa]
Acá las mujeres nunca salimos de noche. No nos gusta salir de noche y nuestros maridos o concubinos no nos van a permitir, pero nunca por eso nos amargamos porque la mujer es para la casa y debe estar dispuesta a servir al hombre, yo estaba de acuerdo con esto, cuando el hombre venía cansado de labrar la tierra, pero, ahora que vienen de los bares no.
     Sí, los hombres se van porque no hay trabajo, y entonces nos quedamos las mujeres, las mujeres con nuestros hijos a sostener todo. Yo siempre me pregunto cómo hacen, están en la chacra, con los hijos, con los padres que ya están viejos, con todos, todo a sus espaldas. Los hombres se van a buscar mejores tierras, encuentran changas, encuentran otras mujeres y forman familia por allí, tienen otros hijos, otros compromisos y se olvidan de los hijos que se quedaron desamparados.
Hay familias enteras que se sostienen por milagro, sólo por milagro y porque acá todos somos generosos y no mezquinamos nada a nuestro prójimo más necesitado, ayudamos con lo que podemos, con huevos, con gallinas, con algunos productos porque no nos sobra tampoco nada.
Nosotros tenemos más de veinte comadres que nos visitan todos los días y ahora cada vez con más frecuencia por la crisis y porque como si todo fuera poco vino también la inundación.
La inundación llevó cultivos enteros, los arroyos desbordaron y se convirtieron en ríos. No me acuerdo que nunca ocurrió así, es como un castigo. Y con la lluvia y la humedad, las criaturas se enfrían y se mueren. De lo que más se mueren es la diarrea, la diarrea en menos de 24 horas les lleva, y como se alimentan muy mal estos niños no tienen resistencia, y como acá no tenemos médicos ni remedios, ni Centro de Salud, pero lo que más nos falta son los alimentos.
[pequeña pausa]
Los hombres toman mucho porque están amargados, se quieren ir de acá porque no hay tierras y tampoco quieren seguir a los otros y abandonar sus familias, porque cuando nosotros dejamos nuestra tierra tiene que ser algo muy doloroso, digo nomás yo.
Bueno, digo yo que acá la gente no es violenta, que es tranquila, tranquila porque no hay muertes violentas, cuchilladas, machetazos y nadie tiene revólver, pero violencia siempre hay y es una violencia ensuby, muy de entrecasa. Los hombres viven violentando a las mujeres. Se emborrachan, se sienten muy valientes, así dicen, pegan a sus mujeres y a sus hijos…
A nuestras hijas adolescentes les cuidamos, les inculcamos una especie de miedo a los hombres porque la naturaleza de ellos es la naturaleza. Pero los hombres son letrados y siempre consiguen acá lo que quieren. Pero, no es que las jóvenes se van con el primero que pasa, no, ni se van la primera vez que se les invita por los yuyales. Yo no conozco ninguna mujer que haya aceptado irse así nomás, aunque esté enamorada, la persecución tiene que ser constante y muy tenaz para vencer el miedo que nosotros les enseñamos, para conseguir una muchacha de acá el hombre hetá o turú ñeé va-era.
 
1. ΧΟΥΛΙΑ (θεραπεύτρια και μαμή)
Πρώτα, όταν εμείς ήμασταν νέοι, ερχόντουσαν οι άνθρωποι εδώ, πιάνανε μόνο τη γη την απαραίτητη, δουλεύανε κι όλοι τους σεβόμασταν σαν αφεντικά. Όταν η γη δεν είχε άλλο να δώσει, μετακομίζανε. Έτσι είναι που ξεφυτρώσανε σιγά-σιγά τα χωριουδάκια.
Τώρα λοιπόν έχουμε εδώ απ’ τη μια το κτήμα κι απ’ την άλλη τον άλλονε που πρέπει να ‘ναι πολύ στα μέσα και στα έξω γιατί έχει τις αρχές με το μέρος του και λέει πως έχει τα χαρτιά για όλα τα καλύτερα κομμάτια απ’ τα χωράφια που δουλεύουμε. Αυτός φαίνεται πως έχει τελικά τα χαρτιά για σχεδόν όλο το χωριό.
Γι’ αυτό απομένει λίγη γη, γι’ αυτό απομείναμε λίγοι, γι’ αυτό απόμειναν λίγοι άντρες, γι’ αυτό τα κορίτσια μας πάνε στην Ασουνσιόν να βρούνε δουλειά, και γι’ αυτό έχουμε πολλές σκοτούρες.
Είναι που εμείς οι χωριάτες είμαστε χαζοί, ανίδεοι, αγαθοί, και μας ξεγελάνε εύκολα. Καμιά φορά έρχεται κανένας και θέλει να μας ανοίξει τα μάτια, εμείς δεν εμπιστευόμαστε, γιατί άμα βγαίνουμε απ’ την ασχετοσύνη μας το πληρώνουμε πολύ ακριβά.
Ένας άλλος μπελάς που φέρανε μαζί τους οι τσιφλικάδες είναι οι επιστάτες που θέλουνε να βάλουνε χέρι ακόμα και στις γυναίκες μας, κυράδες παντρεμένες. Ο επιστάτης του τσιφλικά έχει κιόλας απαυτώσει με το στανιό πολλές κοπελίτσες, κι εγώ βέβαια σ’ αυτήν την περίπτωση δεν έχω κανένα ζόρι να τους το ρίξω το παιδί.
Και κάνουνε παιδιά, και κάνουνε παιδιά δυο και τρεις γυναίκες, συγγένισσες, μέχρι κι αδερφές, απ’ τον ίδιον άντρα, τέλος πάντων, τι να γίνει άμα δεν υπάρχει άντρας, και καμιά φορά στήνουνε τον καβγά και μαλώνουνε για κάποιονε.
Εγώ, γι’ αυτό, ονειρεύομαι να φιάξουμε μικρές οικιακές βιοτεχνίες, μα δεν έχω τα μέσα, ούτε τον καιρό. Βλέπω πράματα που με συγχύζουνε. Βλέπω ας πούμε νεαρούς να πουλάνε τσίπας στην Καακουπέ. Αυτό με στενοχωρεί πολύ γιατί οι άντρες είναι μπράτσα για να οργώνουνε τη γη και δεν γεννηθήκανε για να πηγαίνουνε σαν γυναίκες να πουλάνε διάφορα, έτσι χάνουνε την ουσία του άντρα, χάνουνε αντριλίκι, χάνουνε εξουσία και χάνουνε την επαφή τους με τη γη που τους γέννησε. [παύση]
Εδώ οι γυναίκες δεν βγαίνουμε ποτέ έξω τη νύχτα. Δεν μας αρέσει να βγαίνουμε έξω τη νύχτα κι οι άντρες μας κι οι σύντροφοί μας δεν μας αφήνουνε, αλλά ποτέ δεν κακοκαρδιζόμαστε γιατί η γυναίκα είναι για το σπίτι και πρέπει να είν’ έτοιμη να υπηρετεί τον άντρα, εγώ συμφωνούσα μ’ αυτό, όταν ο άντρας ερχότανε κουρασμένος να οργώνει τη γη, τώρα όμως που έρχονται απ’ τους καφενέδες, όχι.
Ναι, οι άντρες φεύγουνε γιατί δεν έχει δουλειά, και τότε μένουμε μείς οι γυναίκες, οι γυναίκες με τα παιδιά μας να τα κρατάμε όλα. Εγώ πάντα ρωτάω τον εαυτό μου πώς τα καταφέρνουνε, είναι στο χωράφι, με τα παιδιά, με τους γονιούς που είναι πια γέροι, με όλους και όλα στις πλάτες τους. Οι άντρες πάνε να ‘βρουνε καλύτερη γη, βρίσκουνε καμιά δουλειά του ποδαριού, βρίσκουνε άλλες γυναίκες και φιάχνουν άλλη οικογένεια εκεί πέρα, κάνουνε άλλα παιδιά, έχουνε άλλες υποχρεώσεις και ξεχνάνε τα παιδιά που μείνανε στους πέντε δρόμους.
Είναι οικογένειες ολάκερες που κρατιούνται από θαύμα, μονάχα από θαύμα και γιατί εδώ είμαστε όλοι ανοιχτοχέρηδες και δεν τσιγκουνευόμαστε τίποτα στον διπλανό μας που είναι πιο αναγκεμένος, βοηθάμε με ό,τι μπορούμε, αυγά, κότες, τίποτα γεννήματα, γιατί ούτε κι εμάς μας περισσεύει τίποτα.
     Εμείς έχουμε πιότερες από είκοσι κουμπάρες που έρχονται και μας βρίσκουνε κάθε μέρα και τώρα ακόμα πιο πολύ με την κρίση και γιατί λες και δεν μας φτάνανε όλα τ’ άλλα, ήρθε κι η πλημμύρα.
Η πλημμύρα πήρε ζευγολατιά ολάκερα, τα ρυάκια ξεχειλίσανε και γίνανε ποτάμια. Δεν θυμάμαι ποτές μου να ‘χει γίνει τέτοιο πράμα, είναι σαν τιμωρία. Και με τη βροχή και με την υγρασία, τα μικρά κρυολογάνε και πεθαίνουνε. Πιο πολύ τα θερίζει το τσιρλιό, το τσιρλιό μέσα σε λιγότερο από ένα μερόνυχτο τα παίρνει, κι επειδή δεν τρώνε καλά αυτά τα παιδιά δεν έχουν αντοχές, κι επειδή εδώ δεν έχουμε ούτε γιατρούς ούτε φάρμακα, ούτε ιατρείο, αλλά αυτό που μας λείπει πιότερο είναι τα φαγώσιμα. [παύση]
Οι άντρες πίνουνε πολύ γιατί είναι σεκλετισμένοι, θέλουνε να φύγουν από δω γιατί δεν έχει γη αλλά δεν θέλουνε και να πάνε με τους άλλους και να παρατήσουνε τις οικογένειές τους, και γιατί άμα εμείς αφήνουμε τη γη μας πρέπει να ‘ναι κάτι που πονάει πολύ, έτσι λέω ‘γω πάντως.
Τέλος πάντων, εγώ λέω πως εδώ οι άνθρωποι δεν είναι βίαιοι, πως είναι ήσυχοι, ήσυχοι γιατί δεν γίνονται σκοτωμοί, δεν έχει μαχαιρώματα, χατζαριές, και κανείς δεν έχει πιστόλι, αλλά βία πάντα υπάρχει κι είναι μια βία μουλωχτή, μες στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Οι άντρες είναι βάναυσοι με τις γυναίκες. Μεθάνε, και νιώθουνε πολύ γενναίοι, έτσι λένε, και δέρνουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους…
Τις κόρες μας τις άγουρες τις προσέχουμε, τους εμφυσάμε κάτι σαν φόβο για τους άντρες γιατί η φύση η δικιά τους είναι η φύση. Αλλά οι άντρες είναι κατεργάρηδες και πάντα καταφέρνουνε εδώ αυτό που θέλουνε. Όχι πως οι νέες πάνε με τον πρώτο τυχόντα, όχι, ούτε πάνε την πρώτη φορά που κάποιος θέλει να τις πάει στις καλαμιές. Εγώ δεν ξέρω καμιά γυναίκα που να δέχτηκε να πάει έτσι, ακόμα κι άμα ήταν ερωτευμένη, το κυνήγι πρέπει να ‘ναι ασταμάτητο και πολύ επίμονο για να νικήσει το φόβο που τους μαθαίνουμε εμείς, για να καταφέρει ένα κορίτσι από δω ο άντρας πρέπει να κάνει στενή πολιορκία.
 
2. GILDA (una habitante de la ciudad)
Yo nunca viví con mis padres. Cuando tenía 8 meses me mandaron a vivir con mis abuelos maternos. Siendo yo su primera hija, ellos casados, teniendo casa, nada les faltaba. Yo que no tengo nada, jamás voy a abandonar a mi hija. Antes de parir pensaba otra cosa, porque estaba sola y deprimida, pero ahora es distinto.
La verdad es que yo me siento rechazada. Estoy segura de que mamá no me quiere y eso me hace sentir mal. Siento que nunca me quisieron y me da mucha rabia. A pesar de que abuela, que es en realidad mi mamá, se portó mejor que una madre conmigo.
Viví con ella hasta los 17 años. Terminé el bachillerato en el colegio de mi pueblo y vine a Asunción para estudiar la carrera universitaria de Economía, en la Universidad Nacional.
Me iba a un estudio donde enseñaban matemáticas. Allí conocí un hombre de 29 años, profesor de matemáticas, con quien empecé a salir y luego a tener relaciones íntimas. Durante 6 meses me cuidé por fechas, luego empecé a descuidarme hasta que terminé embarazándome. Antes de enterarme de mi estado, mi compañero y yo decidimos separarnos, romper nuestra relación.
Me enteré de mi estado cuando estaba de tres meses. Mi novio no se enteró de nada porque viajó al Brasil, por trabajo.
Cuando me confirmaron mi embarazo sentí un miedo terrible. Me sentí sola, desamparada, inseguridad total. Lloré mucho, no tenía con quién hablar, a quién decir. Caminaba por la calle y me acordaba y lloraba sin parar. Pero nunca se me ocurrió abortar.
Yo no conté a nadie de mi estado. Tuve mucho miedo de enfrentarme a mis parientes y especialmente a mi abuela. Preferí callar porque ellos son muy estrictos conmigo. En mi familia, nunca pasó este tipo de cosas, yo soy la primera. No me animaba a decirles. Estuve sufriendo todo el tiempo por si se daban cuenta de algo.
Algún día voy a ir a casa a mostrarles mi hija. Espero que me perdonen. Una vez mi abuela me dijo que si yo tenía hijo de balde ella ya no respondería por mí. Tenía mucho miedo de su reacción. Me callé y me sigo callando por eso.
A través de una amiga me enteré de la existencia del “Hogar Maternal” dependiente de la Cruz Roja Paraguaya, me fui por ahí a husmear y a que me atiendan los médicos del hospital.
Yo vivía en la Pensión Universitaria de Mujeres. Pero allí el ambiente era muy pesado. Me empezaban a hacer preguntas, sospechaban, me señalaban con el dedo.
Cuando yo salí de la pensión para ir a mi casa en diciembre, de vacaciones, a la vuelta ya no volví a la pensión. Entonces, la asistente social se fue hasta mi pueblo a averiguar sobre mí. Ella sospechaba algo y quería tenderme la trampa. Quería que yo le cuente, me decía que ella era mi amiga y todo eso. Yo no le dije ni una palabra.
Un mes antes de mi parto llegué al “Hogar Maternal”. Recién en esa fecha pude ponerme en contacto con el padre de la criatura. Le llamé por teléfono y le conté. Al principio se sorprendió mucho. Luego aceptó y vino a verme al Hogar. Le trajo ropa al bebé y me dice que le va a reconocer como hija.
Hasta el momento no tenemos ninguna intención de formar pareja. Él se portó bastante bien conmigo, teniendo en cuenta de que ya habíamos roto cuando él se enteró. También me dice que le va a ayudar económicamente a su hija. Pero yo no quiero estar pendiente de esto porque no quiero depender de él. Quiero trabajar para mantenerme a mí y a mi hija.
En el “Hogar Maternal” hacíamos de todo. También allí existían algunas dificultades entre las internadas. Conmigo no se metían porque yo no les hacía caso, no me metía en sus vidas. En general, son chicas muy resentidas porque la vida les trató muy mal supongo. Es gente sufrida, ignorante. Algunas ni siquiera saben porqué se embarazan, no conocen nada de la vida. Además, son muy jóvenes. Algunas son violadas y se embarazan. Sus vidas en realidad no son nada envidiables. Yo, al lado de ellas, soy una princesa, no por la plata, sino por la situación de mi vida.
Sus vidas están deshechas, por eso reaccionan así. No es corriente que al salir de allí encuentren un lugar de trabajo serio e importante. Nadie les quiere con sus hijos. Las madres se separan de las criaturas y allí empieza todo el problema de hijos sin padres, abandonados, un problema que los convierte en ladrones, delincuentes… porque se sienten marginados, rechazados. ¡Algunas chicas desesperadas hasta venden su criatura!
Yo en cambio estoy contenta con mi hija, más de lo que hubiera creído. Pensaba que no sería difícil dejar un hijo, ahora sé que es imposible, al menos para mí. Los hijos son importantes. No me importa quedarme soltera, igual una puede desenvolverse sola y tener hijos.
Muchas veces el cansancio y la vida difícil y ardua matan cualquier cosa. Por eso vemos parejas que ya ni se miran. Yo soy romántica, me gustaría amor y cariño.
 
2. ΤΖΙΛΝΤΑ (μια γυναίκα της πόλης)
Εγώ δεν έζησα ποτέ με τους γονείς μου. Όταν ήμουν 8 μηνών με στείλανε να μείνω με τους παππούδες μου απ’ τη μεριά της μάνας μου. Εγώ ήμουνα το πρώτο τους παιδί, αυτοί ήτανε παντρεμένοι, είχανε σπίτι, τίποτα δεν τους έλειπε. Εγώ που δεν έχω τίποτα, ποτέ δεν θα εγκαταλείψω την κόρη μου. Πριν γεννήσω σκεφτόμουν άλλα πράγματα, γιατί ήμουνα μόνη και μελαγχολική, τώρα όμως είναι αλλιώς.
Η αλήθεια είναι πως νιώθω παραπεταμένη. Είμαι σίγουρη πως η μάνα μου δεν με θέλει κι αυτό με κάνει να νιώθω άσχημα. Νιώθω πως ποτέ δεν με θέλανε κι αυτό με κάνει έξω φρενών. Αν και η γιαγιά μου, που είναι στην πραγματικότητα η μάνα μου, μου φέρθηκε καλύτερα κι από μάνα.
Έμεινα μαζί της μέχρι τα 17 μου. Πήρα απολυτήριο στο γυμνάσιο του χωριού μου κι ήρθα στην Ασουνσιόν να σπουδάσω Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο.
Πήγαινα σε ένα φροντιστήριο μαθηματικών. Εκεί γνώρισα έναν άντρα 29 χρονών, καθηγητή μαθηματικών, κι άρχισα να βγαίνω μαζί του κι ύστερα να έχω στενές σχέσεις. Για 6 μήνες πρόσεχα τις ημερομηνίες, ύστερα άρχισα να μην προσέχω ώσπου στο τέλος έμεινα έγκυος. Πριν το μάθω, ο σύντροφός μου κι εγώ αποφασίσαμε να χωρίσουμε, να διακόψουμε τη σχέση μας.
Έμαθα πως περίμενα παιδί όταν ήμουνα τριών μηνών. Ο φίλος μου δεν έμαθε τίποτα γιατί πήγε ταξίδι στη Βραζιλία για δουλειά.
Όταν μου επιβεβαίωσαν την εγκυμοσύνη μου ένιωσα τρομερό φόβο. Ένιωσα μόνη, απροστάτευτη, η πλήρης ανασφάλεια. Έκλαιγα πολύ, δεν είχα σε ποιον να μιλήσω, σε ποιον να το πω. Περπατούσα στο δρόμο και το θυμόμουνα κι έκλαιγα συνέχεια. Ποτέ όμως δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό να το ρίξω.
Δεν είπα τίποτα σε κανέναν γι’ αυτό που μου συνέβαινε. Φοβήθηκα πολύ να αντιμετωπίσω τους συγγενείς μου και προπαντός τη γιαγιά μου. Προτίμησα να σωπάσω γιατί αυτοί είναι πολύ αυστηροί μαζί μου. Στην οικογένειά μου, δεν γίνονταν ποτέ τέτοια πράγματα, εγώ είμαι η πρώτη. Δεν έβρισκα το θάρρος να τους το πω. Υπέφερα συνέχεια μην τυχόν και ψυλλιάζονταν τίποτα.
Κάποια μέρα θα πάω σπίτι να τους δείξω την κόρη μου. Ελπίζω να με συγχωρέσουν. Μια φορά η γιαγιά μου μού είπε πως έτσι κι έκανα κανένα ξώγαμο, αλίμονό μου. Φοβόμουνα πολύ την αντίδρασή της. Δεν είπα τίποτα λοιπόν, κι ακόμα δεν λέω.
Από μια φίλη έμαθα για τη Στέγη της Μητέρας του Παραγουανού Ερυθρού Σταυρού, πήγα από κει να κόψω κίνηση και να με δουν οι γιατροί του νοσοκομείου.
Έμενα στη Φοιτητική Εστία Θηλέων του Πανεπιστημίου. Αλλά εκεί η ατμόσφαιρα ήτανε πολύ βαριά. Αρχίσανε να με ρωτάνε διάφορα, κάτι υποψιάζονταν, με δείχνανε με το δάχτυλο.
Έφυγα απ’ τη Εστία για να πάω σπίτι μου το Δεκέμβριο στις διακοπές, και γυρίζοντας δεν ξαναπήγα εκεί. Τότε, η κοινωνική λειτουργός πήγε μέχρι το χωριό μου να ρωτάει για μένα. Κάτι είχε μυριστεί κι ήθελε να μου στήσει παγίδα. Ήθελε να της τα πω, μου έλεγε πως ήτανε φίλη μου και τέτοια. Εγώ δεν της είπα λέξη.
Ένα μήνα πριν τη γέννα πήγα στη Στέγη της Μητέρας. Κάπου εκεί γύρω μπόρεσα να έρθω σε επαφή με τον πατέρα του παιδιού. Τον πήρα στο τηλέφωνο και του τα ‘πα. Στην αρχή τα ‘χασε. Ύστερα το δέχτηκε κι ήρθε να με δει στη Στέγη. Έφερε ρουχαλάκια για το μωρό και μου λέει πως θα την αναγνωρίσει την κόρη του.
Μέχρι στιγμής δεν έχουμε κανένα σκοπό να γίνουμε ζευγάρι. Εκείνος μου φέρθηκε αρκετά καλά, αν αναλογιστούμε ότι τα ‘χαμε χαλάσει όταν το ‘μαθε. Μου λέει ακόμα πως θα βοηθήσει και οικονομικά την κόρη του. Αλλά εγώ  δεν θέλω να βασιστώ σ’ αυτό γιατί δεν θέλω να εξαρτώμαι από κείνον. Θέλω να δουλέψω για να συντηρώ τον εαυτό μου και την κόρη μου.
Στη Στέγη της Μητέρας κάναμε τα πάντα. Κι εκεί υπήρχαν κάποιες δυσκολίες ανάμεσα στις εσωτερικές. Με μένα δεν ανακατεύονταν γιατί εγώ δεν τους έδινα σημασία, δεν ανακατευόμουνα στη ζωή τους. Γενικά, είναι κοπέλες πολύ χολωμένες γιατί η ζωή τούς φέρθηκε πολύ άσχημα υποθέτω. Είναι γυναίκες βασανισμένες, ανίδεες. Ορισμένες δεν ξέρουνε καν γιατί μένουν έγκυος, δεν ξέρουν τίποτα απ’ τη ζωή. Είναι και πολύ νέες. Μερικές τις βίασαν κι έμειναν έγκυος. Οι ζωές τους δεν είναι καθόλου αξιοζήλευτες, η αλήθεια είναι. Εγώ, πλάι σ’ αυτές, είμαι πριγκίπισσα, όχι για τα λεφτά, αλλά για το πώς είναι η ζωή μου.
Οι ζωές τους έχουνε πάει στράφι, γι’ αυτό αντιδρούν έτσι. Σπάνια βρίσκουνε καμιά δουλειά της προκοπής βγαίνοντας από κει. Κανείς δεν τις θέλει με τα παιδιά τους. Οι μανάδες χωρίζονται απ’ τα παιδιά κι εκεί ξεκινάει όλο το πρόβλημα των παιδιών χωρίς πατέρα, των παρατημένων, ένα πρόβλημα που τα κάνει να γίνονται κλέφτες, εγκληματίες… γιατί νιώθουνε στο περιθώριο, παραπεταμένα. Μερικές κοπέλες απελπισμένες φτάνουν μέχρι να πουλήσουνε το μωρό τους!
Εγώ αντίθετα είμαι πολύ ευχαριστημένη με την κόρη μου, πιο πολύ απ’ όσο πίστευα. Σκεφτόμουνα πως δεν θα ‘τανε δύσκολο ν’ αφήσεις το παιδί σου, τώρα ξέρω πως αυτό είναι αδύνατον, τουλάχιστον για μένα. Τα παιδιά είναι σημαντικά. Δεν με νοιάζει να μείνω ανύπαντρη, μια γυναίκα μπορεί κάλλιστα να τα καταφέρει μόνη της και να ‘χει και παιδιά.
Πολλές φορές η κούραση κι η δύσκολη, σκληρή ζωή σκοτώνουν τα πάντα. Γι’ αυτό βλέπουμε ζευγάρια που ούτε κοιτιούνται πια. Εγώ είμαι ρομαντική, θα ήθελα να έχω αγάπη και στοργή.  
 
 3. EULOGIA (una campesina)
Yo ahora tengo 34 años. Tengo tres hijos. Antonina que tiene 13 años, pero, como es tan chiquitita no aparenta, no quiero que aparente, me parece que si parece más crecida acá los muchachos ya van a comenzar a merodear. Acá los hombres son violentos con las mujeres. Los hombres aprovechan de la fuerza y obligan a las mujeres a aceptar relaciones, apenas tienen el pecho crecidito y ellos ya se ponen en su papel.
Juan Antonio tiene once años y ya está en el cuarto grado, es inteligente, yo quiero que estudie, tengo mucha suerte que son buenos alumnos, la última, esa más chiquita, tiene 9 años y está en el segundo grado, los dos acá en la escuela.
Yo nací acá, en el lugar, soy la segunda hija de mi mamá que tiene ocho hijos, sí, tengo siete hermanos, y soy la primera hija de mi papá, soy la mayor, mi papá se separó de mi mamá después de nacer yo y se fue con otra, de parte de él tengo seis hermanos.
Yo no me acuerdo haber vivido con mi mamá, parece que desde que nací yo viví con mi abuela, la mamá de mi papá, mi mamá me tuvo y se fue con otro hombre, seguramente más bueno para ella, porque para mí mi papá es mejor. Yo apenas le conozco a mi mamá, a pesar de que vive acá en la otra compañía en Santa Teresita, no me acuerdo de ella y nunca recibí cuidados de ella y entonces yo no siento nada por ella. A veces me voy a visitarle cuando está enferma, me voy con mis hijos pero eso nomás, yo no le ayudo.
Hay criaturas que no tienen padre ni madre, se quedan con las abuelas que ya son viejas y apenas pueden con todos los nietos que se les deja, se les deja los hijos de las hijas y los hijos de los hijos, de las primeras porque se van a Asunción a trabajar y de los hijos porque van también a otros pueblos a buscar trabajo, y si por allí se concubinan, se olvidan de sus hijos.
Antonina es mi brazo derecho, ella es mi marido. Qué yo iba a hacer sin ella con las criaturas más chicas, ella siempre les cuidó y sabe cuidarles, desde que nacieron quedaron en su poder. La casa se queda a cargo de Antonina, ella me ayuda, siempre me ayudó, por eso yo digo que la gente que quiere el primer hijo varón está equivocada, el ideal de toda mujer pobre tiene que ser una hija mayor porque ellas nos ayudan, ellas hacen la vez de la mamá y nosotras las mujeres solas tenemos que hacer de papá, las que no tuvimos suerte de encontrar un hombre guapo y trabajador y que no sea ni violento ni borracho.
Mi papá siempre fue agricultor, él es muy bueno y muy generoso, tiene nomás también demasiados hijos, ahora él cultiva solamente para comer nosotros, él y sus hijos, así dicen luego: Mboriajú nda i yacierto i va.
[pequeña pausa]
Era un comisario de compañía bien sinvergüenza, tenía esposa pero no desaprovechó la oportunidad para decirme que estaba yo muy linda. Me sentí atrapada y desesperada, pero no di mi brazo a torcer. Corría cada vez que lo veía. Pero, una vez él estaba escondido y me violentó, yo le dejé hacer lo que quería porque en ese momento quería proteger a mi papá que tanto me dio y si él iba a la cárcel qué íbamos a hacer nosotros y mi abuela y todos sus hijos. Entonces comencé a odiar a los hombres y a tener miedo de quedarme embarazada.
Como ya tenía 20 años decidí embarazarme y me hice la buena con este hombre y comencé a tener relaciones más constantes, a pesar de que él tenía otra mujer en la compañía Santa Teresita. Cuando eso ya no pensaba en mi papá sino en que todo el pueblo decía que yo era una inútil porque no tenía hombre.
Parece que yo hago las cosas con mi mente, porque me quedé con rye guazú el primer mes que decidí tener un hijo, después me asusté porque no sabía cómo le iba a contar a mi papá. Pero, primero le conté al tipo y se asustó tanto porque le dije que ahora yo le iba a mandar a la cárcel por violación. Que él tenía que mantenerme a mí y a mi hijo, que yo no iba a trabajar más y que él me tenía que poner para mis comodidades. Todo esto porque yo me di cuenta que estaba asustado. Entonces le dije de todo cuña-i, cobarde. Y muchas cosas más que me venían a la cabeza, entonces encontré yo mi turno para la venganza. Él me dijo que había en el pueblo una partera y que íbamos a hacer “echar” la criatura, le dije que yo iba a hacer lo que quería de mi vida esta vez y que le iba a hablar al juez y todo lo que se me ocurría por mi cabeza.
Santo remedio, él se fue y no vino más.
 
3. ΕΟΥΛΟΧΙΑ (μια γυναίκα του χωριού) 
Εγώ είμαι τώρα 34 χρονώ. Έχω τρία παιδιά. Η Αντονίνα είναι δεκατριώ, μα έτσι μικροκαμωμένη που είναι δεν της φαίνεται, δεν θέλω να της φαίνεται, μου φαίνεται πως άμα φαίνεται πιο μεγάλη θ’ αρχίσουνε κιόλα τ’ αγόρια εδώ να γυροφέρνουνε. Εδώ οι άντρες είναι άγριοι με τις γυναίκες. Οι άντρες εκμεταλλεύονται τη δύναμή τους κι αναγκάζουνε τις γυναίκες να τους κάθονται, μόλις που φουσκώνει το βυζάκι τους κι αυτοί αρχίζουνε το παιχνίδι τους.
Ο Χουάν Αντόνιο είναι 11 χρονώ και πάει στην τετάρτη, είν’ έξυπνος, θέλω να σπουδάσει, είμαι πολύ τυχερή που είναι καλοί μαθητές, η τελευταία, η πιο μικρή, είναι 9 χρονώ και πάει στη δευτέρα, και τα δυο εδώ στο σχολειό.
Εγώ γεννήθηκα εδώ, σε τούτον τον τόπο, είμαι το δεύτερο παιδί της μάνας μου που έχει οχτώ παιδιά, ναι, έχω εφτά αδέρφια, και είμαι το πρώτο παιδί του πατέρα μου, είμαι η πιο μεγάλη, ο πατέρας μου χώρισε με τη μάνα μου μετά που γεννήθηκα εγώ κι έφυγε με μιαν άλληνε, απ’ τη δικιά του τη μεριά έχω έξι αδέρφια.
Δεν θυμάμαι να ‘ζησα με τη μάνα μου, φαίνεται πως από τότε που γεννήθηκα έμεινα με τη γιαγιά μου, τη μάνα του πατέρα μου, η μάνα μου μ’ έκανε κι έφυγε μ’ έναν άλλονε, σίγουρα πιο καλόν γι’ αυτήν, γιατί για μένα ο πατέρας μου είν’ καλύτερος. Δεν την καλοξέρω τη μάνα μου, παρόλο που μένει στο διπλανό χωριό, στη Σάντα Τερεσίτα, δεν τη θυμάμαι, ποτέ δεν με νοιάστηκε, έτσι κι εγώ δεν νιώθω τίποτα γι’ αυτήν. Καμιά φορά πάω και τη βρίσκω άμα είν’ άρρωστη, πάω με τα παιδιά μου κι αυτό είν’ όλο, δεν τη βοηθάω.
Είναι παιδιά που δεν έχουνε πατέρα και μάνα, μένουνε με τις γιαγιάδες που είναι γριές πια κι ίσα-ίσα τα καταφέρνουνε μ’ όλα τα εγγόνια που τους αφήνουνε, τους αφήνουνε τα παιδιά οι κόρες και τα παιδιά οι γιοι, οι πρώτες γιατί πάνε στην Ασουνσιόν να δουλέψουνε κι οι γιοι γιατί πάνε κι αυτοί σ’ άλλα χωριά να βρούνε δουλειά, κι άμα σπιτωθούνε κει πέρα με καμιάνε, τα ξεχνάνε τα παιδιά τους.
Η Αντονίνα είν’ το δεξί μου χέρι, αυτή είν’ ο άντρας μου. Τι θα ‘κανα ‘γω χωρίς αυτήν με τα πιο μικρά παιδιά, αυτή τα κοίταγε πάντα και ξέρει να τα κοιτάει, από τότε που γεννηθήκανε αυτή τα πήρε πάνω της. Και το σπίτι το ‘χει αναλάβει η Αντονίνα, αυτή με βοηθάει, πάντα με βοηθούσε, γι’ αυτό κι εγώ λέω πως οι άνθρωποι που θέλουνε το πρώτο παιδί να ‘ναι αρσενικό έχουνε λάθος, το ιδανικό για κάθε φτωχιά γυναίκα πρέπει να ‘ναι μια μεγαλύτερη κόρη γιατί αυτές μας βοηθάνε, αυτές κάνουνε τα χρέη της μάνας κι εμείς οι γυναίκες που είμαστε μονάχες πρέπει να κάνουμε του πατέρα, εμείς που δεν μας έλαχε να βρούμε έναν άντρα ωραίο και δουλευτή και να μην είναι ούτε βάρβαρος ούτε μεθύστακας.
Ο πατέρας μου ήτανε πάντα γεωργός, είναι πολύ καλός και πολύ χουβαρντάς, κι ας έχει και πάρα πολλά παιδιά, τώρα δουλεύει τη γη μονάχα για να τρώμε εμείς, κι αυτός και τα παιδιά του, είναι αυτό που λένε: Όπου φτωχός κι η μοίρα του. [παύση]
Ήτανε ένας χωροφύλακας εντελώς ξεδιάντροπος, είχε γυναίκα μα δεν έχασε την ευκαιρία να μου πει πως είμαι πολύ όμορφη. Ένιωσα πιασμένη στη φάκα, απελπισμένη, μα δεν το ‘βαλα κάτω. Κάθε που τον έβλεπα το ‘βαζα στα πόδια. Μα μια φορά κρύφτηκε και μ’ απαύτωσε με το ζόρι, εγώ τον άφησα να κάνει ό,τι ήθελε γιατί κείνη την ώρα ήθελα να προστατέψω τον πατέρα μου που μου δίνει τόσα κι άμα πήγαινε στη φυλακή τι θα γινόμασταν εμείς κι η γιαγιά μου κι όλα του τα παιδιά. Τότε άρχισα να μισώ τους άντρες και να φοβάμαι μην γκαστρωθώ.
Αφού ήμουνα πια 20 χρονώ αποφάσισα να μείνω έγκυος κι έκανα την καλή σε κείνον τον άντρα κι αρχίσαμε να σμίγουμε πιο συχνά, παρόλο που αυτός είχε άλλη γυναίκα στη Σάντα Τερεσίτα. Όσο γινόταν αυτό εγώ δεν σκεφτόμουνα πια τον πατέρα μου μα πως σ’ όλο το χωριό λέγανε πως ήμουνα άχρηστη γιατί δεν είχα άντρα.
Φαίνεται πως το σκέφτομαι και γίνεται, αφού έμεινα έγκυος τον πρώτο μήνα που αποφάσισα να κάνω παιδί, ύστερα τρόμαξα γιατί δεν ήξερα πώς να το πω στον πατέρα μου. Αλλά πρώτα το είπα στον λεγάμενο κι αυτός κατατρόμαξε γιατί του ‘πα πως τώρα θα τονε στείλω φυλακή για βιασμό. Πως πρέπει να με συντηρεί κι εμένα και το παιδί μου, πως εγώ δεν θα δουλεύω πια κι αυτός πρέπει να μου ‘χει τις ανέσεις μου. Κι όλ’ αυτά γιατί κατάλαβα πως αυτός φοβότανε. Τότε του ‘πα πως είναι γυναικούλα, ένας κιοτής. Και πολλά άλλα που μου ‘ρχόντουσαν, τότε ήρθε κι εμένα η σειρά μου να πάρω γδικιωμό. Αυτός μου ‘πε πως είχε στο χωριό μια μαμή και πως θα το ρίχναμε το παιδί κι εγώ του ‘πα πως θα ‘κανα ό,τι ήθελα στη ζωή μου τούτη τη φορά και πως θα πήγαινα να τα πω στον ειρηνοδίκη κι ό,τι άλλο μου πέρναγε απ’ το μυαλό.
Δόξα σοι ο Θεός, ξεκουμπίστηκε και δεν ξαναφάνηκε.

No comments: