Το παρελθόν αποτελεί μια ιδιαίτερα πλούσια και σχετικά ασφαλή πηγή για να ανατρέχουμε και να μπορούμε να βρίσκουμε απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση και τη συμπεριφορά των συνανθρώπων μας.
Μιας λοιπόν και η Αθήνα φιλοξενεί περίπου τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας στην "αγκαλιά" της, ας θυμηθούμε κάποιους από τους παλαιούς "χαρακτηριστικούς" κατοίκους της πόλης.
Όπως ήδη έχει επιβεβαιώσει η επιστήμη, διαπλάθουμε χαρακτήρα μέσω της φύσης (των κληροδοτημένων γονιδίων) και μέσω ανατροφής (μεμαθημένων προτύπων συμπεριφοράς από το περιβάλλον).
Κατά συνέπεια, έχει ιδιαίτερη σημασία να θυμόμαστε εκείνους που έβαλαν το λιθαράκι τους γονιδιακά αλλά και μέσω της συμπεριφοράς τους στην δημιουργία κάποιων από τους Αθηναίους του 2012.
Ας ρίξουμε σήμερα μια ματιά στους Κουτσαβάκηδες.
Αντιγράφω από το rempetikogeo69.blogspot.com:
« Αθήνα, 19ος αιώνας, συνοικία του Ψειρή (συναντάται κι ως Ψυρή ή Ψυρρή). Η συνοικία αυτή έγινε πασίγνωστη, λόγω του ότι, το κυρίαρχο στοιχείο της, ήταν οι Κουτσαβάκηδες, ιδιόρρυθμοι τύποι κακοποιών, που είχαν κυριαρχήσει στην περιοχή αυτή, επί 50 περίπου χρόνια, από τα τελευταία χρόνια του Όθωνος, εώς το τέλος του 19ου αιώνος και είχαν μεταβάλει τον κοσμοβριθή οικισμό του Ψειρή, σε ένα «κράτος εν κράτει».
...
Το όνομά τους οι Κουτσαβάκηδες, το οφείλουν στον Μήτσο Κουτσαβάκη, έναν δεκανέα του στρατού επί Όθωνος, που είχε γίνει ονομαστός για τα κατορθώματά του ως κακοποιός.
Αλλοίμονο στον περαστικό διαβάτη που θα τους κοίταζε (κατά την κρίση τους) χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους. Κι ορμούσαν με φονικές διαθέσεις εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».
...
Οι κακοποιοί εκείνοι, σκληροί, αδίστακτοι, αλλά και θρασύδειλοι, έκαναν κάθε είδους κακουργίες, που συνήθως έμειναν ατιμώρητες. Κανένας δεν τολμούσε να αντιδράσει. Και το έγκλημα, μικρό ή μεγάλο, φανερό ή κρυφό, παρέμεινε ατιμώρητο, ενώ οι φορείς του πρόβαλλαν σαν πρόσωπα ηρωικά.
...
Άρχισε λοιπόν ο Μπαϊρακτάρης να εκκαθαρίζει σιγά σιγά τα κέντρα τους. Έπειτα όμως από κάθε επιδρομή σε κάποιο καφενείο του Ψειρή, άρπαζε όσους Κουτσαβάκηδες έβρισκε, τους έφερνε στην πλατεία Κλαυθμώνος κι εκεί, μπροστά στο πλήθος που αλάλαζε δινόταν μια κωμικοτραγική παράσταση:
Υπήρχε εκεί ένα αμόνι και πάνω σ’ αυτό, ο αιχμαλωτισμένος Κούτσαβος υποχρεώνονταν να συντρίψει ο ίδιος τα όπλα του, την κουμπούρα του ή την περιλάλητη αμφίστομη κάμα.
Ακολουθούσε έπειτα η εμφάνιση μιας τεράστιας βλαχοψαλίδας, με την οποία ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης έκοβε όλα τα σύμβολα της παρεξηγημένης παλληκαριάς. Έκοβε ανελέητα τις αφέλειες των μαλλιών που έφθαναν ως τα μάτια, έπειτα τις μυτερές άκρες των παπουτσιών, στην συνέχεια το δεξί μανίκι (ακριβώς αυτό που δεν φορούσαν, έμβλημα της ρεμπέτικης παλληκαριάς) και τέλος το μακρύ ζωνάρι που σερνόταν για καβγά. Κατόπιν ο αστυνόμος με άγριες κλωτσιές πετούσε τους αχρηστευμένους Κουτσαβάκηδες, σαν άχρηστα τσόφλια, μέσα στο πλήθος που τους γιουχάιζε επίμονα. Ο εξευτελισμός αυτός, ήταν φοβερός, ώστε στο εξής αναγκάζονταν να αξαφανιστούν από προσώπου γης.
...
Απήχηση όμως (σαν τύπος και σαν ντύσιμο) εξακολουθεί να είναι ο πασίγνωστος «Σταύρακας», ο γνωστός ήρωας στο ρεπερτόριο του ελληνικού Καραγκιόζη. Απ’ τη σκηνή του θεάτρου σκιών, παρακολουθούμε τον Σταύρακα, όχι μόνο να είναι ντυμένος όπως οι παλαιοί Κουτσαβάκηδες, αλλά και να χρησιμοποιεί φρασεολογία που κάνει άφθονη κατανάλωση για το φιλότιμο, αλλά και που από πίσω από την μεγαλοστομία των απειλών της, μας φανερώνει τον τύπο του θρασύδειλου παλληκαρά.
...
Πηγή: Λαογραφία της Ελλάδος, Κ. Ρωμαίος, εκδόσεις Γιοβάνη, 1978»
Πληροφορίες για τους Κουτσαβάκηδες βρήκα και στο istorikesphotografies.blogspot.com:
« Η "Ακρόπολις" αναφέρει πως ονομάστηκαν "κουτσαβάκηδες" επειδή κούτσαιναν εξ αιτίας τραύματος που έγινε δήθεν σε συμπλοκή με την αστυνομία. Αλλη εκδοχή σύμφωνα με το "Σκρίπ" είναι πως το όνομα το πήραν από έναν Πειραιώτη,τον Δημήτρη Κουτσαβάκη, έναν καβγατζή δεκανέα του ιππικού.
Κατά τα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου (1854-1857) ξέσπασε μια επιδημία χολέρας στην Αθήνα με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να τραπούν σε φυγή προκειμένου να γλυτώσουν την επιδημία. Κάποιοι από τους περιθωριακούς τύπους ....έγιναν νεκροθάφτες......αφού μαζί με τους Αθηναίους είχαν εξαφανιστεί και οι νεκροθάφτες (τότε πέθαναν από την επιδημία περίπου 3000 άτομα από τους 30000 κατοίκους που είχε τότε η Αθήνα)......Εξ ού και ο λαός τους αποκάλεσε "μόρτηδες" από τη γαλλική λέξη mort που σημαίνει νεκρός.
Οταν ανέλαβε τα καθήκοντα του, ως αστυνομικός διευθυντής στου Ψυρρή, ο τολμηρός Μπαϊρακτάρης έκανε σημαντικές εκκαθαρίσεις στην περιοχή με αποτέλεσμα να απαλλάξει την Αθήνα από αυτούς τους παραβατικούς τύπους που έλεγχαν την περιοχή. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή, έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους μάγκες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ' τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν (σύμβολα αναγνώρισης του κουτσαβάκη).
"Ο Μπαϊρακτάρης μου' κοψε το ένα το μανίκι
και να ξεχάσω δεν μπορώ, αυτό το ρεζιλίκι.
Ο Μπαϊρακτάρης μ' έπιασε, στο Μεντρεσέ με έκλεισε
τη σκανδαλιάρα μου έσπασε και το μουστάκι μου έκοψε..."
Οι κουτσαβάκηδες την ποινή της φυλάκισης την εκτίανε στην φυλακή του Μεντρεσέ που βρισκόταν στην πλατεία Αέρηδων.»
Στον «Μάγκα» του 19ου αιώνα, στις συνδιαλλαγές του με τα Κουτσαβάκια, και στον Μπαϊρακτάρη που τους συνέτριψε, αναφέρεται και η ιστοσελίδα www.slideshare.net:
« Ο Μπαϊρακτάρης το αντίπαλο δέος των λήσταρχων. Το 1893 όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, (με τον νόμο ΒΡΠΗ΄ στις 20 Μαρτίου 1893 διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των ληστάρχων αλλά κυρίως των τότε μαγκών και κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας.
Ο "ΜΑΓΚΑΣ" ήταν άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ήταν ευκατάστατος , κοινωνικός, οξυδερκής αποδεκτός από όλη την γειτονιά. Η κάθε γειτονιά είχε τον μάγκα της. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο, "είχε μπέσα". Ο μάγκας εκτελούσε τον ρόλο του αστυνομικού και του δικαστή στην γειτονιά που ανήκε. Όταν οι παλιοί αθηναίοι είχαν μικροδιαφορές μεταξύ τους πηγαίνανε στον μάγκα για να τις λύσει. Αυτός που δικαιωνόταν έδινε τον οβολών του στον μάγκα και αυτός που δεν δικαιωνόταν ήταν υποχρεωμένος να ακούσει τις εντολές του μάγκα ασυζητητί. Διαφορετικά ο μάγκας έστελνε τα κουτσαβάκια για "να καθαρίσουν".
Τα "ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΑ" ήταν γεροδεμένοι νέοι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ανήκαν στον κάθε μάγκα και τον υπηρετούσαν πιστά. Συνηθισμένη εμφάνιση τους ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα -μαχαίρια και πιστόλια- που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν - από κει και το "κουτσαβάκης", φορώντας μόνο το ένα μανίκι απo το σακάκι για να έχουν ευχέρεια όποτε χρειαζόταν στην κίνηση του μαχαιριού. Όλα αυτά υπό την ανοχή της αστυνομίας που "λαδωνόταν" από τους μάγκες.
Όλα αυτά μέχρι το 1893 που ο Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους άντρες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ' τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν.
Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους ξενόφερτους πορτοφολάδες. Αργότερα, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα γνώρισε καινούργια αναβίωση, αυτή τη φορά συνδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής.»
Ας ολοκληρώσουμε τον μικρό περίπατο μνήμης ακούγοντας και ένα ρεμπέτικο τραγούδι με διδακτικού περιεχομένου στίχους, αφιερωμένο στους κάθε λογής "Κουτσαβάκηδες".
Του Χθες, του Σήμερα, του Αύριο.
No comments:
Post a Comment