Tuesday, July 31, 2007

Κλαφουτί


Άργησα λίγο και πέρασε η καλή εποχή των κερασιών, αλλά δεν πειράζει... ας κρατήσουμε τη συνταγή για του χρόνου.
Το clafoutis είναι γαλλικό γλυκό με καταγωγή από την περιοχή του Limousin και γίνεται συνήθως με φρέσκα μαύρα κεράσια και χυλό, περίπου σαν αυτόν που φτιάχνουμε τηγανίτες. Εύκολο και νόστιμο γλυκάκι, ψήνεται στο φούρνο σε πυρίμαχο ταψάκι, σερβίρεται σε θερμοκρασία δωματίου πασπαλισμένο με ζάχαρη και μπορεί να γίνει και με άλλα φρούτα. Σε αρκετά περιοδικά μαγειρικής καθώς και στο ίντερνετ έχω βρει και αλμυρές συνταγές που τις ονομάζουν κλαφουτί, τα γκρατέν δηλαδή, αλλά μάλλον είναι λάθος χρήση του ονόματος αυτής της γλυκιάς συνταγής.
Εδώ λοιπόν θα ασχοληθούμε με το "κερασάτο", σε μία από τις πολλές εκτελέσεις του. Στην παραδοσιακή συνταγή τα κουκούτσια δεν αφαιρούνται από τα κεράσια πριν μπουν στην αραιή ζύμη-χυλό, γιατί θεωρείται ότι προσθέτουν έξτρα άρωμα στο τελικό γευστικό αποτέλεσμα. Μετά από την τετράμηνη και δαπανηρή περιπέτειά μου εξαιτίας ενός κουκουτσιού βύσσινου στο cheesecake του οδοντίατρου, προσωπικά, ούτε να το σκεφτώ! Τα κουκούτσια αφαιρούνται με ευλαβική επιμέλεια και προσοχή. Ίσως αν προσθέσουμε ελάχιστο kirsche να κερδίσουμε κάτι από το άρωμα που χάνουμε από την αφαίρεση των κουκουτσιών.
Υλικά
2 φλυτζ. μαύρα κεράσια
1/2 φλυτζ.ασπρισμένα αμύγδαλα
1 1/4 φλυτζ.γάλα
1/2 φλυτζ.ζάχαρη
1 κ.σ.ζάχαρη
3 αυγά
1/4 φλυτζ.αλεύρι για όλες τις χρήσεις
1/2 κ.γλ.αλάτι
προαιρετικά αιθέριο έλαιο αμυγδάλου ή βανίλιας ή απόσταγμα kirsche
ζάχαρη άχνη

Εκτέλεση
Τρίβουμε τα αμύγδαλα στην μουλινέττα.
Τα βάζουμε σε τηγάνι, προσθέτουμε το γάλα και ζεσταίνουμε σε χαμηλή φωτιά. Μόλις αρχίσει να βράζει το κατεβάζουμε από το μάτι και το αφήνουμε ένα μισάωρο να κρυώσει.
Αν θέλουμε το περνούμε από σουρωτήρι, πιέζοντας το περιεχόμενο για να βγάλει όσο το δυνατόν περισσότερα υγρά.
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 200ο C.
Βουτυρώνουμε το σκεύος μας, πασπαλίζουμε με την 1 κ.σ.ζάχαρη και από πάνω βάζουμε τα κεράσια (ξεκουκούτσωτα, είπαμε, μόνο όσοι είναι πολύ θαρραλέοι ή βαριούνται ας τα βάλουν ολόκληρα, αλλά μετά να μην μας ζητούν τα ρέστα αν προκύψει κάποιο ... κρακ!).
Χτυπάμε τα αυγά, το αιθέριο έλαιο αμυγδάλου ή το ποτό, το αλάτι και την υπόλοιπη ζάχαρη. Προσθέτουμε το στραγγισμένο γάλα και συνεχίζουμε το ανακάτεμα.
Προσθέτουμε λίγο λίγο το αλεύρι και μόλις ενοποιηθούν τα υλικά τα ρίχνουμε με προσοχή σιγά σιγά πάνω στα κεράσια.
Ψήνουμε για 30-35', αλλά δοκιμάζουμε κιόλας με το γνωστό κόλπο της λάμας του μαχαιριού πριν κλείσουμε το φούρνο, ώστε να βεβαιωθούμε ότι έχει ψηθεί μέχρι μέσα το γλυκό μας.
Το αφήνουμε να κρυώσει και ρίχνουμε την άχνη πριν σερβίρουμε.

Friday, July 27, 2007

Ευλογημένο δάκρυσμα

DIEGO EL CIGALA, ‘DOS LÁGRIMAS’. VERANOS DE LA VILLA 2007

Blessed weeping

Silvia Calado. Madrid, July 24th, 2007

‘Dos lágrimas’. Diego el Cigala: cante. Guillermo Rubalcaba: piano. Tata Güines: congas. Changuito: percussion. Machado: trumpet. Jaime Calabuch: piano. Yelsy Heredia: contrabass. Diego del Morao: guitar. Sabú: box drum. Veranos de la Villa 2007. Patio de Conde Duque. Madrid, July 24th, 2007. 9:30 p.m.

Never before had weeping reflected so much happiness. It wasn’t black at all. A few years ago, the black tears of ‘Lágrimas negras’ caused a radical change in the career of Diego el Cigala, who went from being a cult cantaor to an international star of the masses. A cantaor can’t achieve that with his cante alone. He needs company. And in his case it was that of Bebo Valdés and in general, that of Cuban music, which the flamenco artist understood himself with perfectly. That might be why such a solid entente couldn’t break off just like that. And the project lives on. Although he has announced the release of the album for September, he decided to provide a preview of the contents of ‘Dos lágrimas’ live. The premiere, with the cancellation of yesterday’s show in Valencia - took place in Madrid. And his hometown welcomed him with a full house at the Patio de Conde Duque... in the bleachers and standing.

Perhaps because there was still daylight, and you know what happens to vampires, Diego el Cigala sent out his group to do a prologue. The full flavor of Cuban sound was concentrated on stage, livened up by the entrance of old-time percussionists Tata Güines and Changuito. And now it’s nighttime. And out comes the cantaor. That quejío of his adapts itself to the band, which mollycoddles it... and a lot of rhythm in ‘Si tú supieras’. Everything turns soothing with “te odio tanto”, but without losing any flavor. And then Tata bursts out on congas, while someone snitches that he’s “eighty-one!”. Cigala thus presents his version of the copla ‘El día que nací yo’, which has clave rather than compás in its clapping. The group behind him providing inspiration, wisdom. Marvelous. But still missing was the master key, veteran Cuban pianist Guillermo Rubalcaba. Dressed in perfect white, hat included, he is introduced by the host as “another of the old glories of Cuban music and I’m very happy to have him by my side”. And then he intones “ya no estás más a mi lado, corazón”. The cantaor takes a breather, the rearguard takes over. And again song, cante, copla. “Están clavadas dos cruces” goes from Seville to Havana, without fail. And the invention has its special something. Cascorro calls for bulerías. And the renowned artist asks for patience. There’s still ‘Compromiso’ to go.

Now then. The flamenco guitar of Diego del Morao snuggles up to the microphone. Flamenco requests a place for itself. But Cigala’s way, who dedicates his fandango-style version of ‘Se equivocó la paloma’ to his mother there present. From the repertoire of his album ‘Picasso en mis ojos’ he also picks out ‘Chanelando’, amidst some cantecitos por tangos which draw olés from the audience. The warm-up leaves him at the starting grid to face the great cante, the soleá. And he chooses the ideal lyrics. “Fui piedra y perdí mi centro...”. He tempers, lengthens, feels. He takes advantage of the ambience to premiere a song which he’s recorded for the soundtrack of the film ‘¿Tú quién eres?’ by Antonio Mercero, which aims to increase awareness about Alzheimer’s disease. “Me apetece cantárosla”. (“I feel like singing it to you”.) And he does so alone with his guitar and his contrabass. He wanted to sing por bulerías, but he couldn’t hold the band back any longer. They came back in completely refreshed, ready for the final release with ‘Dos gardenias’, a real pleasure, a breath of fresh, clean, playful air. Diego el Cigala just as easily sang or laughed, or grabbed the baton and moved around stage conducting his musicians, giving them lead-ins, lead-outs and signals to double up. The choruses and cheers are Cuban-style, the bailes with the crowd standing between flamenquillo and salsa. The two pianos challenge one another. Cigala sings. The energy flows. Flamenco and sound were never so close. And there was a tremendous ovation, and of course, requests. Although it was a delight, ‘La bien pagá’ wasn’t what was needed. Can you guess? By popular demand, ‘Lágrimas negras’. And not just one voice was heard.
www.flamenco-world.com

Wednesday, July 25, 2007

Αποχαιρετισμός

Cupaima

Του Αποχαιρετισμού της Chavela...
Σε 12 παλιά τραγούδια της, συνοδευόμενα τώρα από παραδοσιακά όργανα της Λατινικής Αμερικής της προκολομβιανής εποχής, σε επιμέλεια του Μεξικανού Jorge Reyes.
Το dvd που εμπεριέχεται στο Cupaima, έχει συνέντευξη της Chavela Vargas, όπου η ίδια μιλά για τα παιδικά της χρόνια, τους φίλους της όπως τον José Alfredo Jiménez και τον Pedro Almodóvar, καθώς και για άλλες προσωπικές εμπειρίες της.
Στα 87 χρόνια (όταν κάνει αυτήν την εγγραφή), το λέει ακόμα η ψυχή της.

Somos - Chavela Vargas

Cruz de Olvido - Chavela Vargas


www.libreriasdelfondo.com

Μπαρμπούνια à la bonifacienne


Σήμερα προτείνω μία συνταγή από την όχι και τόσο μακρινή μας Κορσική.
Υλικά
1 κ.μπαρμπούνια
6 αντζούγιες σε λάδι
1-2 κ.σ.πελτές τομάτας
3-4 σκελ.σκόρδο
2 μεγάλες ντομάτες
ψίχουλα από φρέσκο ψωμί
μαϊντανός
ελαιόλαδο Εκτέλεση
Ζεσταίνουμε καλά το φούρνο.
Λειώνουμε τις αντζούγιες σε πάστα με λίγο λάδι και προσθέτουμε τον πελτέ και τα σκόρδα λειωμένα. Απλώνουμε το μείγμα στον πάτο ενός πήλινου σκεύους για ψήσιμο στο φούρνο.
Από πάνω απλώνουμε τις ντομάτες κομμένες σε λεπτές ροδέλες.
Στην επόμενη στρώση βάζουμε τα μπαρμπούνια και πασπαλίζουμε με τα φρέσκα ψίχουλα (γύρω στις 3 χούφτες, να καλύψουν το φαγητό μας) ανακατεμένα με τον μαϊντανό ψιλοκομμένο. Ρίχνουμε μπόλικο φρεσκοτριμμένο πιπέρι.
Στο τέλος ρίχνουμε λίγο ελαιόλαδο.
Τα ψήνουμε για μισή ώρα στους 200ο.


Update 16-8-07
Φωτογραφία από τη Μαρίνα και τον CGP. Ευχαριστώ!

Monday, July 23, 2007

Chavela Vargas - H ιστορία της, μέσα από τα λόγια της...

Η Chavela Vargas είναι ένας από τους τελευταίους ζωντανούς θρύλους της ιστορίας του Μεξικό και της Λατινικής Αμερικής του 20ου αιώνα.
Όπως λέει σε ένα εξαιρετικό αφιέρωμα που της έκαναν το 2002 η Ισπανική και η Μεξικανική τηλεόραση, γεννιέται στις 17 Απρίλη του 1919, στο τέλος του κόσμου, στην Κεντρική Αμερική, στην Costa Rica.


H ζωή της από τα πρώτα ακόμα βήματα πολύ δύσκολη. Οι γονείς της χωρίζουν πολύ νωρίς, η οικογένεια διαλύεται και εκείνη αναγκάζεται από τα 7 της χρόνια να μείνει με κάποιους θείους σε μια φυτεία. Πρέπει να μαζεύει 1000 πορτοκάλια την ημέρα από τα δένδρα, χωρίς σχεδόν καθόλου φαγητό, χωρίς να ξέρει που βρίσκονται οι δικοί της, χωρίς να έχει κανένα νέο ή επικοινωνία με την μητέρα και τον πατέρα της. Η μοναξιά γεμίζει τις φλέβες όχι με μίσος και οργή αλλά με ένα απίστευτο κουράγιο που την κάνει να πιστεύει ότι μπορεί να περάσει ακόμα και ανάμεσα από ένα τοίχο. Η έμμονη ιδέα πλέον και ο στόχος της είναι να φύγει από εκεί, να αναζητήσει και να βρει την ηρεμία, να αναζητήσει και να αποκτήσει ένα "όνομα", ένα επάγγελμα, να βρει τον εαυτό της, να αποκτήσει οντότητα, εκείνη, "το κοριτσάκι το πιο ταπεινό και φτωχό στον κόσμο", όπως λέει η ίδια με αυτήν την συγκλονιστική σκληρή ειλικρίνεια που την χαρακτηρίζει.
Κάνει πολλά χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα της, φτάνει σχεδόν στη δύση της ζωής της για να συμφιλιωθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος και να αποδεχτεί το σκληρό πρόσωπο της Costa Rica που της γύρισε από την αρχή την πλάτη. Υιοθετεί στην καρδιά της το Μεξικό και εκείνο της ανταποδίδει την αγάπη.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας Felipe González τονίζει ότι η Chavela θεωρείται παγκοσμίως από τα πιο αντιπροσωπευτικά "δείγματα" του τί είναι το Μεξικό, της πολυπλοκότητάς του και της δυνατής του προσωπικότητας, σε αντίθεση με την πραγματική πατρίδα της την Κόστα Ρίκα, που είναι μια χώρα πιο "ήσυχη" και "ήρεμη", λιγότερο ταραχώδης από την υπόλοιπη Λατινική Αμερική.
Το 2002 η Chavela λέει: Δεν γυρίζω ποτέ στην Costa Rica, είναι μια χώρα που ποτέ δεν μου έδωσε τίποτα, που ακόμα και τώρα μου αρνείται τα πάντα. Γιατί νομίζετε αγαπώ το Μεξικό; Γιατί αυτή η χώρα αντιπροσωπεύει για μένα τον πατέρα μου. Γιατί αυτή η χώρα μου έδειξε πολλά πράγματα, με μόρφωσε, με ρώτησε αν θέλω να κάνω κάτι, αν θέλω να τραγουδήσω και μετά με ώθησε να το κάνω, μου έδωσε την ευκαιρία."
Φτάνει εκεί στα 15 της αποφασισμένη να επιβιώσει, σε μια πανσιόν, με ελάχιστα χρήματα και χωρίς γνωριμίες. Ο κόσμος είναι ανοιχτός, την βοηθούν χωρίς να ζητούν ανταλλάγματα. Και η ίδια ρίχνεται με όλη της τη δύναμη στο κυνήγι του να φτιάξει ένα "όνομα" και να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, να γίνει επιτέλους ένας άνθρωπος με υπόσταση.
Τα πρώτα χρόνια στο Μεξικό περνούν δύσκολα, μέσα σε φτώχεια. Όπως λέει η ίδια στον σπουδαίο συνθέτη-τραγουδοποιό Ισπανό Joaquín Sabina στα πρώτα της βήματα στο τραγούδι, τραγουδά στις "καντίνες" (τα μεξικάνικα μπαρ) και περνά στιγμές μεγάλης πείνας, μπορεί σε μια μέρα να φάει μόνο μία τορτίγια.


Εκεί γνωρίζει τον José Alfredo Jiménez και τον Agustín Lara, τους δύο ογκόλιθους της μεξικάνικης μουσικής του 20ου αιώνα.
Δεν φτιάχνει καριέρα στις πλάτες κανενός άλλου εκτός από τις δικές της. "Κανείς δεν με προώθησε, κανείς, γι αυτό ποτέ δεν λέω χάρη στον τάδε ή στον δείνα έφτασα εδώ που έφτασα και έκανα καριέρα, αλλά χάρη σε εμένα. Γι αυτό και είπα στον José Alfredo όταν τον πλησίασα, έρχομαι όχι για να δω αν μπορώ, αλλά επειδή ακριβώς μπορώ έρχομαι. Και αυτός μου απάντησε "έτσι μου αρέσουν οι γυναίκες, έτσι!".


Η Chavela αναγκαστικά έχει πνευματικές ανησυχίες από την αρχή της ζωής της. Το σώμα της δεν τη βοηθά, έχει οριστεί η μοίρα της για πολύ πόνο, που της τον απαλύνουν τελικά μόνο οι σαμάνες, είτε βοηθώντας την να γιατρευτεί από κάποια μόλυνση που την έχει τυφλώσει στους πρώτους 6 μήνες της ζωής της, είτε από την πολυομελίτιδα που την χτυπά λίγο αργότερα. Μέχρι σήμερα, τρέφει μεγάλο σεβασμό για τους σαμάνες, δεν ξεχνά αυτούς που την βοήθησαν.


Mιλά για τη σχέση της με την Frida Kahlo, για το πόσο την αγάπησε η ζωγράφος καθώς και για ένα γράμμα που δυστυχώς η Chavela δεν κράτησε, στο οποίο η Frida της έγραφε ότι ζει για εκείνη και για τον Diego. "Ήταν μια όμορφη αγάπη" αναπολεί σήμερα.


O Paco Ignacio Taibo ΙΙ, γεννήθηκε στην Ισπανία αλλά έφυγε στα 9 του χρόνια με την οικογένειά του λόγω της δικτατορίας του Φράνκο και από το 1959 ζει στο Μεξικό. Συγγραφέας, ιστορικός, δημοσιογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου, έχει δει τα περίπου 50 έργα του δημοσιευμένα σε 21 χώρες και μεταφρασμένα σε 12 γλώσσες. Μιλά με δέος για την Chavela. "Με την Chavela ποτέ δεν είναι απλά και εύκολα τα πράγματα. Φέρνει μαζί της έναν αέρα γεμάτο χάρη, μαγεία και θρύλο, αλλά και ένα συναισθηματικό δαιμονισμένο σεισμό. Εγώ είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος που γράφει για την αγάπη και την ειρήνη. Η Chavela ζούσε με άλλο τρόπο. Για παράδειγμα πάντα οπλοφορούσε, επισκεπτόταν τους φίλους της κρατώντας το πιστόλι της."


Η γιαγιά Chavela δεν διστάζει σήμερα να μιλήσει για τον αλκοολισμό που κόντεψε να την οδηγήσει στο θάνατο και να της στερήσει 20 χρόνια από τη ζωή της. Δείχνει το σπίτι όπου ήπιε την τελευταία σταγόνα αλκοόλ. Το τελευταίο ποτήρι.



Μιλά για τους συντρόφους στο ποτό και την μεγάλη τους απογοήτευση όταν εκείνη, μετά από τόσα χρόνια, αποφάσισε να σταματήσει! Τους το ανακοίνωσε η βοηθός της, όταν πήγαν να την πάρουν μια μέρα από το σπίτι της για να πάνε σε μια γιορτή, με ένα φορτηγό γεμάτο αλκοόλ.



Η αντίδρασή τους; "Ο πρόεδρος της κοινότητας κατέβηκε από το φορτηγό και έβγαλε ένα σύντομο λόγο: Υποστήκαμε μια ανεπανόρθωτη απώλεια! Ανεπανόρθωτη! Η señora Vargas δεν πίνει πια! Τέλειωσε η σύντροφός μας! Πάμε! Και έφυγαν..."



Η Chavela ποτέ δεν έχει κρύψει την αγάπη της για τις γυναίκες, αυτός ίσως είναι και ένας από τους λόγους που δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την συντηρητική κοινωνία των παλιών κρεολών γαιοκτημόνων της Costa Rica. Μία από τις σχέσεις της στα νιάτα τους είναι με την Dolores Olmedo, που πέθανε λίγους μήνες μετά την συνέντευξη αυτή.


Η "Lola" θεωρείται μία από τις πιο αξιοσέβαστες και θαυμαστές μεξικάνες του καιρού της. Στις αρχές ακόμα του 20ού αιώνα, καταφέρνει να πατήσει το κατεστημένο και να διαμορφώσει με θάρρος το δικό της δρόμο στη ζωή, παρά τα περιφρονητικά βλέμματα ανακατεμένα όμως με επαίνους για τον αγώνα της να εδραιώσει τη θέση της γυναίκας στο Μεξικό μέσα από ένα ανεξάρτητο και δυνατό πνεύμα, σε μια εποχή που η γυναίκα θεωρείται κάτι περισσότερο από ένα ζώο. Προστάτιδα των Τεχνών, της παράδοσης και της Κουλτούρας της πατρίδας της, άφησε κληρονομιά ένα υπέροχο μουσείο. Στενή φίλη του Diego Rivera, συχνά του ποζάρει σαν μοντέλο, περνά μαζί του τα τελευταία 2 χρόνια της ζωής του μετά το θάνατο της Frida και γίνεται τελικά σε διεθνές επίπεδο μία από τις μεγαλύτερες συλλέκτριες του έργου του. Η Chavela δεν διστάζει να παραδεχτεί στην κάμερα "ήμουν ερωτευμένη με αυτήν την Κυρία!".


Tην Chavela Vargas η Ευρώπη την γνώρισε μέσα από τις ταινίες του Almodóvar. Έτσι ξεκίνησε και πάλι την καριέρα της, μετά από 20 χρόνια σκληρά, πνιγμένα στο αλκοόλ. Είχε τραγουδήσει πρώτη φορά στην Ευρώπη στο Florida Park, στο Parque Retiro στην Μαδρίτη το 1970 αλλά δε θεωρεί σημαντική και ποιοτική εκείνη την εμφάνισή της. Επέστρεψε το 1993 στην Σεβίλλη, όπου τραγούδησε για πρώτη φορά στη ζωή της σε θέατρο και όχι σε κάποιο καμπαρέ. Ο Pedro Almodóvar τρέφει μεγάλο θαυμασμό για εκείνη. "Είναι από μόνη της ένα μεγάλο μουσικό θεατρικό τραγικό έργο. Χρειάζεται πολύ χώρο για να τραγουδήσει, γιατί όταν ανοίγει τα χέρια της γεμίζει όλη τη σκηνή. H Chavela τραγουδά μόνο σε σένα, μόνο για σένα. Τραγουδά αποκλειστικά την δική σου ιστορία. Είναι μια καταπληκτική ικανότητα."


Από κει και πέρα είναι δικός της ο κόσμος. Της προσφέρονται τα μεγαλύτερα θέατρα της Ισπανίας, το Olympia στο Παρίσι, αλλά το πιο σημαντικό για εκείνη είναι η πρόσκληση στο Palacio de Bellas Artes de México. Η παράσταση της ζωής της στο "σπίτι" της. Στο μέρος που εκείνη επέλεξε να κάνει "σπίτι" της.



Η συνέντευξη γίνεται στα 82 της. Όταν πια μπορεί να αντιμετωπίσει τη ζωή στη βάση της, κατάματα. Όταν έχει επιτέλους δαμάσει τους δαίμονες που την κυνηγούσαν. "Κατάφερα να φτάσω τα 82 χρόνια, φαίνονται, τα νοιώθω στο πετσί μου και λυπάμαι. Όμως έφτασα εκεί που έπρεπε να φτάσω, έφτασα, τελεία. Αυτή είναι η περηφάνεια μου στη ζωή."


"Τίποτα δεν με δίδαξαν τα χρόνια, πάντα πέφτω στα ίδια σφάλματα. Άλλη μια φορά βρίσκομαι να πίνω παρέα με ξένους και να κλαίω για τους ίδιους καημούς."


"Όλα είναι αναμνήσεις. Και εσύ γερνάς, αλλά οι αναμνήσεις είναι πάντα εκεί. Γίνονται σκόνη. Είναι σχεδόν σαν μια ταινία. 'Οταν τελειώνει η ταινία, φτάνω στο τέλος, στο μέρος όπου ήμουν ευτυχισμένη. Εκεί που αγάπησα και με αγάπησαν. Χωρίς πίκρα και χωρίς τίποτα. Μία αγάπη που παραδόθηκε έτσι, που τέλειωσε έτσι, χωρίς τίποτα. Αντίο, έφυγε. Και εγώ επίσης."



Τί άλλο μένει να πει κανείς; Η Llorona της Chavela Vargas τα λέει όλα. Την ιστορία ενός αιώνα, την ιστορία μιας μεγάλης χώρας, του Μεξικό, όπως γράφτηκε στις cantinas, στον άνισα σκληρό αγώνα για επιβίωση, στο αιώνιο αγκάλιασμα της τέχνης με την αγάπη, τη ζωή και το θάνατο...

Friday, July 20, 2007

Pa´ todo el año - Για όλο το χρόνο

Soñé que te engañaba con una paloma blanca. Me desperté cantando y vi que tu ya no estabas. (Ονειρεύτηκα ότι σε απατούσα με ένα λευκό περιστέρι. Ξύπνησα τραγουδώντας και είδα ότι δεν ήσουν πια εδώ.)

PA' TODO EL AÑO - Lila Downs

Por tu amor que tanto quiero y tanto extraño
Que me sirvan otra copa y muchas más
Que me sirvan de una vez pa' todo el año
Que me pienso seriamente enborrachar.

Si te cuentan que me vieron muy borracho,
Orgullosamente diles que es por ti.
Porque yo tendré el valor de no negarlo
Gritaré que por tu amor me estoy matando
Y sabrán que por tus besos me perdí.

Para de hoy en adelante ya el amor no me interesa
Cantaré por todo el mundo, mi dolor y mi tristesa.
Porque sé que de este golpe ya no voy a levantarme
Y aunque yo no lo quisiera, voy a morirme de amor.

Que me sirvan de una vez pa' todo el año
que me pienso seriamente enborrachar.

Porque yo tendré el valor de no negarlo
Gritaré que por tu amor me estoy matando
Y sabrán que por tus besos me perdí.

Ένα ακόμα από τα τραγούδια του José Alfredo Jiménez, με άρωμα ενός παλαιωμένου mezcal, όπου η Lila με την συνοδεία μιας κιθάρας, του δίνει το σωστό τόνο νοσταλγίας. Οι Μεξικάνικες cantinas ήταν πάντα διάσημες για τις εκρήξεις ανδρικού "machismo" - που ακόμα κατατρέχει την Λατινική Αμερική- και για τη "μεθυσμένη βία". Και όμως, σε αυτές τις cantinas οι περιπλανώμενοι μουσικοί κατάφερναν να ξεσκίζουν τις καρδιές των ανδρών που έπιναν και πλακωνόντουσαν στο ξύλο για να ξεχάσουν τους καημούς τους. Εκεί παράχθηκε ένα σπουδαίο μουσικό έργο με πρωτοστάτη τον José Alfredo Jiménez, που ήταν και ο τελευταίος σπουδαίος δημιουργός των rancheras, αλλά το πλήρωσε με μια κήρωση ύπατος και με ένα πολύ πρόωρο θάνατο, ζωηρό δείγμα ο ίδιος των machos της εποχής του. Και όμως, τις cantinas τις έφεραν κοντά στο παγκόσμιο κοινό γυναίκες όπως η Chavela Vargas, η Lucha Reyes και τις τελευταίες δεκαετίες -ποιά άλλη; ¿me estás oyendo inútil?- η Paquita La Del Barrio! Η Lila Downs με ένα διαφορετικό στυλ, διανθισμένο από πολλά σύγχρονα ακούσματα, προσπαθεί να χαράξει τη δική της πορεία πάνω σε αυτά τα μεθυσμένα, γεμάτα καπνό, οργή και πόνο μονοπάτια. Δεν πείθει ίσως όσο οι παλαιότερες, αλλά ούτως ή άλλως, απευθύνεται πλέον σε νεώτερες γενιές, με διαφορετικές εμπειρίες και η προσαρμογή της στην πραγματικότητα είναι εντυπωσιακή, στο δέσιμο με τα τραγούδια του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα.

Tuesday, July 17, 2007

Garrapiñadas και José Artigas

Φωτιές μου άναψε ο στρατηγός José Artigas (έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανεξαρτητοποίηση της Uruguay) μιας και μου είχε μείνει η απορία μετά τις πρόσφατες εξετάσεις μου στην Ιστορία της Λατινικής Αμερικής και έτσι άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για εκείνον.
Η Uruguay, σαν μέλος της Cono Sur (Argentina, Chile, Uruguay), άρχισε να έχει οικονομική άνοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην εξέλιξη αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο η δημιουργία νέων μεσοαστικών τάξεων, που δημιουργήθηκαν μέσα από την έντονη αστικοποίηση και το άνοιγμα της αγοράς εργασίας στις πόλεις. Οι νέες αυτές τάξεις κατάφεραν να δυναμώσουν και να πάρουν μέρος στην εξουσία, προστατεύοντας ουσιαστικά τη χώρα από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τα ολιγαρχικά καθεστώτα που επικρατούσαν την ίδια εποχή σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος βέβαια ανέκοψε την ανοδική πορεία της οικονομίας της. Δεμένη στενά και επηρεαζόμενη πάντα από τις πολιτικές εξελίξεις της γειτονικής Argentina, έζησε το κίνημα του radicalismo (κυβέρνηση του Batlle το 1906), που ήταν ιδιαίτερο προοδευτικό για την εποχή του. Διευρύνθηκε η συμμετοχή στις εκλογές, νομιμοποιήθηκε το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι καθώς και το δικαίωμα της απεργίας, καθιερώθηκε η εβδομαδιαία εργασία 8 ωρών ημερησίως. Κρατικοποιήθηκαν η Τράπεζα και οι Δημόσιες Υπηρεσίες Κρατικής Ωφελείας και τελικά αυτά τα μέτρα δημιούργησαν την αντίδραση των συντηρητικών της εποχής, με αποτέλεσμα κάποια να "παγώσουν".
Παρόλα αυτά, το προοδευτικό κίνημα κατόρθωσε να επιβιώσει μέχρι το 1933, όταν έγινε πραξικόπημα και διακόπηκε η πορεία του.

Μετά την δεκαετία του 40, η Uruguay κατάφερε να επανακάμψει και να διατηρήσει το δημοκρατικό πολίτευμα και συναίνεση, με την εναλλαγή κυβερνήσεων που οδήγησαν στην ανανέωση και στον εκμοντερνισμό της οικονομίας της χώρας, μετατρέποντάς την σε διεθνή οικονομικό παράδεισο. Για αρκετές δεκαετίες την αποκαλούσαν "Ελβετία της Λατινικής Αμερικής".

Δυστυχώς, η πολιτική αποσταθεροποίηση (ας είναι καλά οι "γείτονες" που φρόντισαν "αποτελεσματικά" την Λατινική Αμερική με τις επεμβάσεις τους) οδήγησε και πάλι στις δικτατορίες της δεκαετίας του 70 και έτσι η Uruguay έχασε δια παντός την "οικονομική" λάμψη της. Σήμερα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό λευκών στον πληθυσμό της (ισπανικής και ιταλικής καταγωγής) και ο τρόπος ζωής μοιάζει σημαντικά με τον Δυτικοευρωπαϊκό.

Στην αναζήτησή μου "βρέθηκα" πάνω σε συνταγές της Uruguay και μου έκανε εντύπωση το πόσα κοινά υπάρχουν με τη δική μας κουζίνα. Βρήκα ντολμάδες ("παιδάκια" με ... οτιδήποτε τα αποκαλούν εκείνοι), κεφτεδάκια, αγγινάρες σχεδόν αλά πολίτα... Επίσης, νομίζω ότι βρήκα μάντολες. Δεν είμαι απολύτως σίγουρη για το πώς είναι οι μάντολες, η Κική σίγουρα θα έχει πολλά να μας πει πάνω σε αυτό το θέμα. Θα σας περιγράψω όμως την εκδοχή της Uruguay, τις garrapiñadas.
GARRAPIÑADA
Υλικά
2 φλυτζ.ζάχαρη
1 φλυτζ.νερό
2 φλυτζ. ξηροί καρποί (κάποιο είδος φιστικιού ή αμύγδαλα ή maní όπως χρησιμοποιούν στην αυθεντική εκτέλεση που δεν γνωρίζω τί είναι) ξεφλουδισμένοι
2 κ.γλ.άρωμα βανίλιας
ΕκτέλεσηΒάζουμε όλα τα υλικά σε παλιά (γιατί θα ταλαιπωρηθεί δεόντως!) κατσαρόλα και προετοιμαζόμαστε ψυχολογικά για το κόλλημα των υλικών στην κατσαρόλα.
Αρχικά δυναμώνουμε τη φωτιά και ανακατεύουμε συστηματικά με ξύλινη κουτάλα μέχρι να λειώσει η ζάχαρη, γύρω στα 10΄. Όταν το μείγμα αρχίζει να πήζει, τώρα σχηματίζονται οι garrapiñadas.
Δεν σταματούμε να ανακατεύουμε, γιατί την πατήσαμε!
Χαμηλώνουμε την θερμοκρασία και συνεχίζουμε το μαγείρεμα, μέχρι να πάρουν χρώμα, γύρω στα 15'.
Τις τοποθετούμε σε αντικολλητικό χαρτί, σε πιατέλλα, αφήνοντας απόσταση μεταξύ τους για να μην κολλήσουν.
Δεν ορμάμε αμέσως πάνω τους, πρέπει να κρυώσουν λίγο γιατί αλλιώς και πάλι την πατήσαμε!

Monday, July 16, 2007

José Artigas - Carai Guasú

Carai Guasú ("ο πιο μεγάλος κύριος") αποκαλούν στα guaraní οι Charrúas (αυτόχθονες της Λατινικής Αμερικής) τον στρατηγό José Artigas.

Από τους σημαντικότερους προστάτες των ιθαγενών, συνεργάτης του Bolívar, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Ανεξαρτησία της Uruguay.

"Για μένα είναι καθήκον μου να προστατέψω με τα όπλα μου την ελεύθερη βούληση του λαού" υποστηρίζει σθεναρά τον Φεβρουάριο του 1815.

"Το να αγαπάς την ελευθερία, είναι έργο σκεπτόμενων ανθρώπων. Το να την χάνεις, είναι έργο δειλών", φωνάζει στο συμβούλιο του San José, τον Σεπτέμβρη του 1818.

"Οι λαοί της Αμερικής του Νότου είναι άρρηκτα ενωμένοι με φυσικούς δεσμούς και αμοιβαία συμφέροντα", προσπαθούσε να πείσει τους συμπατριώτες του.

Το τέλος του δύσκολο και πονεμένο. 30 χρόνια εξορισμένος στην Paraguay, μαζί με τους ιθαγενείς, που εκεί τον αποκαλούν Caraí Marangatú, δηλαδή Πατέρα των Φτωχών.

ΥΓ. Θα μου κοστίσει ίσως μία μονάδα, αλλά τελικά έμαθα ποιος είναι, έστω και εκ των υστέρων.

Thursday, July 12, 2007

Κοτόπουλο τύπου Tandoori με κρούστα καρύδας

Ειδικό φούρνο για να κάνουμε αυθεντικό tandoori όπως στην Ινδία, δεν διαθέτουμε. Γι αυτό θα ψήσουμε το κοτόπουλο στο φούρνο μας και ... άντε να δούμε και καμιά ταινία του Bollywood, για να μπούμε πιο εύκολα στο "ινδικό" κλίμα.
Υλικά
4 στήθη φιλέτα κοτόπουλο
3 σκελ.σκόρδο ψιλοκομμένες
τζίντζερ φρέσκο
garam masala
κύμινο
κόλιανδρο
turmeric (ο "φτηνός" κρόκος)
chillies
πάπρικα γλυκιά
γιαούρτι
λεμονοχυμός
φρέσκο κόλιανδρο
ξύσμα ινδικής καρύδας
βούτυρο
φρυγανιά τριμμένη ή ψίχουλα ψωμιού
αλάτι Εκτέλεση
Αφού ψιλοκόψουμε το τζίντζερ και το σκόρδο (ή τα λειώσουμε σε γουδί), τα ανακατεύουμε με το garam masala, το κύμινο, τη σκόνη κόλιανδρου, το turmeric, chillies σε σκόνη, την πάπρικα, το γιαούρτι, το λεμονοχυμό, αλάτι και 3 κ.σ. ψιλοκομμένο κόλιανδρο.
Χαράζουμε ελαφρά τα στήθη και τρίβουμε παντού με την μαρινάδα. Αφήνουμε όλη τη νύχτα στο ψυγείο.
Για την κρούστα, ανακατεύουμε τα ψίχουλα με την καρύδα, το garam masala, το βούτυρο και 1 κ.σ.ψιλοκομμένο κόλιανδρο.
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 200ο και αφού στραγγίξουμε το κοτόπουλο, το τοποθετούμε σε λαδωμένη σχάρα μέσα σε ταψάκι.
Ρίχνουμε από πάνω τα υλικά της κρούστας και τα ζουπάμε για να κολλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο στα φιλέτα κοτόπουλου.
Ψήνουμε για 40΄, στο περίπου, χωρίς να γυρίσουμε τα στήθη πλευρά.
Σερβίρουμε με ρύζι, κάποιο chutney συνοδευτικό, ραϊτα (κάτι σαν το ινδικό τζατζίκι) και πιτούλες αραβικές (μιας και σιγά τώρα που θα κάτσουμε να φτιάξουμε τα υπέροχα ινδικά ναανς).
Μια εύκολη εκδοχή της ραϊτα γίνεται με γιαούρτι, αγγούρι τριμμένο και στραγγισμένο, κόλιανδρο φρέσκο ψιλοκομμένο, κύμινο, δυόσμο ή μέντα, καυτερή πάπρικα και προαιρετικά σκόρδο ή κρεμμύδι λειωμένο.
Αν θέλουμε να δοκιμάσουμε και τα ναανς, θα χρειαστούμε στην μύτη του κουταλιού μαγιά, λίγο αλάτι, 1 φλυτζάνι αλεύρι, 2 αυγά και 1 φλυτζάνι γιαούρτι.
Θα ανακατέψουμε τα υλικά και θα προσθέσουμε όσο νερό χρειαστεί ώστε να πλάθεται η ζύμη. Θα την χωρίσουμε στα 4, θα βάλουμε το κάθε κομμάτι σε ένα μπωλάκι, θα αλείψουμε με λάδι και θα καλύψουμε με διαφανή μεμβράνη. Θα αφήσουμε να ξεκουραστεί η ζύμη για μισή ώρα.
Αφού την ανοίξουμε με τα χέρια (κατά προτίμηση να μοιάζει με δάκρυ το σχήμα), θα ψήσουμε τα ναανς στους 200ο μέχρι να πάρουν χρώμα και να σκάσουν ελαφρά στην επιφάνεια.
Μόλις τα βγάλουμε από το φούρνο θέλουν βουτύρωμα. Μπορούμε να προσθέσουμε αμύγδαλα, τριμμένη καρύδα και σταφίδες και θα έχουμε τα πολυαγαπημένα μου peshwari naans (που ποτέ δεν έχω πετύχει στο σπίτι!).
Α! Και για όσους επιμένουν στις αυθεντικές γεύσεις, εδώ μπορείτε να βρείτε μια σύγχρονη εκδοχή του φούρνου tandoori! Όχι τόσο όμορφος, αλλά θα κάνει τη δουλειά του φαντάζομαι!

Tuesday, July 10, 2007

Μπρρρρρ...

...ιάμ!!!

Πόσες παρεμφερείς συνταγές να υπάρχουν αλήθεια στις χώρες που βρέχονται από την Μεσόγειο με καλοκαιρινά λαχανικά ψητά στο φούρνο ή στην κατσαρόλα; Κάθε λαός έχει τη δική του σπεσιαλιτέ, με βάση στο περίπου τα ίδια υλικά.
Ελαιόλαδο και φρέσκα λαχανικά.

Στην Ελλάδα το ονομάζουμε μπριάμ ή μπριάμι.

Πολλές και εδώ οι παραλλαγές.

Προσωπικά, το φτιάχνω ανάλογα με τα υλικά που βρίσκονται στο ψυγείο, αλλά και σύμφωνα με τα γούστα αυτών που θα το σερβίρω.

Τελευταία προτιμώ χονδρομμένα τα υλικά, χωρίς πατάτες και σάλτσα ντομάτας, μόνο με ντομάτες χονδροκομμένες, λάδι, κρασί και λευκό ξίδι μπαλσάμικο. Καμιά φορά και κάππαρη.

Σαν σαλάτα ψητών λαχανικών περισσότερο, παρά σαν το μπριάμ με την σάλτσα ντομάτας που έφτιαχνε χώρια στο τηγάνι η μαμά μου.

Το συγκεκριμένο της φωτογραφίας είναι με κρεμμύδια, λίγο σκόρδο, κολοκύθια, μελιτζάνες, πιπεριές, ντομάτες χονδροκομμένες, λιαστές ντομάτες, λίγες ελιές σε ροδέλες, pummaro, μαϊντανό, λάδι, κρασί κόκκινο, ρίγανη, πάπρικα και αλατοπίπερο και ψημένο στο φούρνο.

Εσείς πώς φτιάχνετε το δικό σας μπριάμ;

Sunday, July 08, 2007

Κρύα και να καίει!

Υλικά
3 πιπεριές Φλωρίνης
1 κ. ώριμες ντομάτες
2 μικρές καυτερές πιπεριές ή chillies μπαχαρικό
1 κρεμμύδι
3 σκελ.σκόρδο
350 ml. ζωμός λαχανικών
3 κ.σ.πελτές
150 γρ. χυμός ντομάτας
ταμπάσκο
βασιλικός φρέσκος
μαϊντανός
χαρίσσα (στο μπακάλικο με τα προϊόντα ανατολής αριστερά από το Δημαρχείο Αθηνών)
18 γαρίδες (όχι μινιατούρες αν είναι δυνατόν)
Εκτέλεση
Ψήνουμε τις πιπεριές στο γκριλ, τις βάζουμε σε σακκούλα να ιδρώσουν και τις ξεφλουδίζουμε. Αλλιώς, και οι Roayal μια χαρά έτοιμες και ψημένες είναι, γλυτώνουμε και την φασαρία.
Λαδώνουμε ένα ταψί με αρκετό λάδι, το βάζουμε στο φούρνο στους 190ο να κάψει. Προσθέτουμε τις ντομάτες κομμένες στα δύο, τα chillies, το κρεμμύδι χονδροκομμένο και το σκόρδο. Ανακατεύουμε να πάει παντού το λάδι, ρίχνουμε αλατοπίπερο και ψήνουμε για 50', μέχρι να "μαζέψουν" οι ντομάτες και να σκουρήνουν.
Ανακατεύουμε σε κατσαρόλα τις ντομάτες με τον ζωμό λαχανικά, την τοματόπαστα, το φρέσκο βασιλικό και τις πιπεριές, που τις έχουμε ήδη χονδροκόψει. Λειώνουμε με το μίνι πρίμερ μέχρι να γίνει ένας πολτός. Αν θέλουμε, τον περνάμε από λεπτό σουρωτήρι-σίτα, να γίνει μεταξένια η υφή του. (Εγώ προτιμώ να υπάρχουν κομματάκια μέσα.)
Ρίχνουμε τον ντοματοχυμό, το ταμπάσκο και βάζουμε στο ψυγείο να παγώσει. Θέλει περίπου 5-6 ώρες για να ενωθούν τα υλικά.Λίγο πριν σερβίρουμε την σούπα, ετοιμάζουμε τις γαρίδες μας.
Σε τηγάνι ρίχνουμε 2 κ.σ. χαρίσσα (ευχαριστώ Άλλη Αγγελική που μου την πρότεινες, αλλά προσοχή, καίει πολύ!) και την ζεσταίνουμε για 1'. Προσθέτουμε τις αλατισμένες και καθαρισμένες γαρίδες. Τις σωτάρουμε για 3-5', ανακατεύοντας για να πάει παντού η χαρίσσα. Πριν τις βγάλουμε από τη φωτιά ρίχνουμε και τον πολύ ψιλοκομμένο μαϊντανό.
Σερβίρουμε τη σούπα και από πάνω ρίχνουμε τις γαριδούλες και 1-2 σταγόνες ελαιόλαδο.
Έτοιμο, δροσιστικό και νόστιμο το πιάτο μας, ιδανικό για καλοκαιρινές νύχτες στην βεράντα ή στον κήπο.

Friday, July 06, 2007

Ραντεβού τον Σεπτέμβρη!

Την περασμένη Άνοιξη το περιμέναμε, αλλά τελικά θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβρη το νέο cd "Dos Lágrimas" του Diego El Cigala. Συνεργάτες του ο εξαίρετος Κουβανός πιανίστας Guillermo Rubalcaba, στο ακορντεόν ο Γάλλος Richard Galiano, τραγουδιστής ο Reinaldo Creagh που τον έχουμε ακούσει στην Vieja Trova Santiaguera και στα κρουστά οι γνωστοί Κουβανοί μουσικοί Changuito και Tata Güines, σε μία συνάντηση του cante flamenco και των ήχων της Λατινικής Αμερικής.

Στο cd -που θα είναι συνέχεια του "Lágrimas Negras" αλλά αντί του Bebo Valdés στο πιάνο θα είναι στη θέση του ο εξίσου διάσημος Rubalcaba- θα ακούσουμε boleros, chachachá, copla και tangos. Θα ακούσουμε την δική του ερμηνεία των boleros του Antonio Machín "Dos Gardenias" και "Compromiso", καθώς και τις coplas "María de la O" του Rafael de León και το "Dos cruces" του Antonio Molina. Έκπληξη θεωρείται το "Caruso" του Lucio Dalla, που θα το ερμηνεύσει σε ένα κράμα αργεντίνικου tango.

Η περιοδεία για το "Dos Lágrimas" ξεκινά από την Valencia, στις 14 Ιουλίου. Μετά από αρκετές πόλεις στην Ισπανία, ακολουθεί η Βενεζουέλα και η Κολομβία. Στην σκηνή θα βρίσκονται δύο πιάνα για τον Guillermo Rubalcaba και τον Jaime Calabuch, ο Ανδαλουσιανός και αγαπητός στους aficcionados του flamenco Diego del Morao στην κιθάρα, ο Yelsy Heredia στο κοντραμπάσσο και οι Changuito, Tata Güines και Sabú (που τον συνοδεύει συνήθως στις ζωντανές εμφανίσεις του) στα κρουστά.

Μέχρι να ωριμάσουν τα μάνγκος

... της Μαγισσούλας για το σορμπέ, ας "κλέψουμε" ένα για μια σαλάτα.
Υλικά
1 στήθoς κοτόπουλο ψητό (ή βραστό) σε μπουκιές
1 μάνγκο
1 μπανάνα
soured cream (ή κρέμα γάλακτος με λεμόνι ή σμετάνα)
2-3 κ.σ. μαγιονέζα
μάνγκο chutney
κάρρυ
4-5 σύκα
αμύγδαλα εφιλέ
Εκτέλεση
Κόβουμε το μάνγκο και το ανακατεύουμε με το κοτόπουλο.
Προσθέτουμε φέτες μπανάνας αφού τους ρίξουμε λίγο λεμόνι για να μην μαυρίσουν.
Ανακατεύουμε την soured cream, την μαγιονέζα, το chutney και το κάρρυ.
Τα ρίχνουμε στην σαλάτα και ανακατεύουμε.
Από πάνω βάζουμε τα σύκα κομμένα στα 4 και πασπαλίζουμε με τα αμύγδαλα.

Thursday, July 05, 2007

Την μπανάνα σας Κύριε!

Ή αλλιώς... Banana Monsieur!
Όταν δεν έχουμε πολύ χρόνο και κέφι για μαγείρεμα, πρέπει κάπως να βρίσκουμε ένα τρόπο να "κατευνάσουμε" τις γαστρονομικές μας ανησυχίες. Ο απεικονιζόμενος John Montagu, 4ος Earl του Sandwitch, είχε βρει την λύση (εκείνος ή ο μπάτλερ του, δεν θυμάμαι τις λεπτομέρειες) για να μην πεθαίνει της πείνας όσο χαρτόπαιζε. Και αφού άνοιξε το δρόμο, ακολουθούμε οι υπόλοιποι ανάλογα με τα υλικά που βρίσκονται στην κουζίνα μας και τη διάθεση της στιγμής.
Υλικά
ψωμί του τοστ
βούτυρο
χοιρομέρι (με πιπέρι ακόμα καλύτερα)
στίλτον (οι τελευταίες προμήθειες, σνιφ!) ή μπλού τσίζ ή ροκφόρ
μπανάνες (άγουρες)
Βουτυρώνουμε την κάτω φέτα ψωμιού.
Στην άλλη βάζουμε το αλλαντικό. Από πάνω το στίλτον και τις μπανάνες σε ροδέλες.
Κλείνουμε και βουτυρώνουμε την εξωτερική πλευρά της πάνω φέτας ψωμιού.
Τηγανίζουμε σε λίγο βούτυρο για 5', να πάρουν όμορφο χρώμα.
Αν μας αρέσουν οι πιο πικάντικες γεύσεις, προσθέτουμε και ελάχιστο τζίντζερ.

Wednesday, July 04, 2007

Τί κακό και αυτό...

...να μην ταιριάζουν φέτος οι ημερομηνίες!

Κώστα Π. σε ευχαριστώ που με σκέφτηκες φίλε! Καλή Συνέχεια!

Στο μεταξύ, ευτυχώς υπάρχουν καλλιτεχνικές εμφανίσεις που γεμίζουν ομορφιά και ποιότητα κάποιες νύχτες στην Αθήνα. Στο Κηποθέατρο Παπάγου χθες, η Lila Downs και οι συνεργάτες της έδωσαν μια άψογη παράσταση. Παράδοση και ιστορία μέσα από ένα ιδιαίτερα σύγχρονο πρίσμα. Η καλύτερη απόδειξη του πόσο πολύτιμες είναι οι ρίζες, αρκεί να μην μένουμε εκεί εγκλωβισμένοι, σκλάβοι...