Palabras del
poeta chileno Raúl Zurita en el acto de presentación de su “Antología Poética”,
LEA IX, Poems & Crimes, 13.06.2017
Así ellos celebraban las
exequias
de Héctor, domador de
caballos.
Es el final de La Ilíada y el comienzo de lo que
denominamos lo humano. Si ese final es conmocionante lo es, sobre todo, porque
nos dice que la historia a la cual nosotros también pertenecemos, se inicia con
un funeral. Lo otro que nos enseña es que somos tan herederos de Homero como
los griegos o los latinos, y que la consecuencia de esto es igualmente absoluta:
el ser humano es un fantasma: es el fantasma que se levantó desde las cenizas
del troyano Héctor.
Vengo de un país que antes de ser un país fue un poema. Es lo que nos muestra
el poema La Araucana, el poema épico
escrito por Alonso de Ercilla, que participó en la guerra de la conquista y que
vio en un territorio absolutamente desconocido, en el lugar más remoto del
mundo, los bordes aún imaginarios de un país, uniendo para siempre nuestro
destino con el destino de su poesía, pero también con las marcas de una
violencia extrema anidada en el centro de su historia.
Soy un
poeta chileno, soy un hijo de esa violencia y de esa delicadeza. Cuatrocientos
años después de Ercilla, en 1950, Pablo Neruda publicó Canto General, el gran monumento de la identidad latinoamericana,
sin saber que los pueblos que a través de él lo
escribieron y que allí se mencionan, debían atravesar todavía otra “muerte
general” -la de las nuevas dictaduras y su interminable secuela de asesinados y
desaparecidos-,
y sobrevivir a ella para darles a todas esas víctimas, a los
oprimidos y marginados de nuestra historia, la sanción póstuma de encontrar en
la poesía la vida nueva que debía esperarlos y que no los esperaba.
La tarea no era escribir
poemas ni hacer arte, la tarea era hacer del mundo una obra maestra y el fracaso de ello es inconmensurable. El
estado del mundo, de un país o de un gobierno no puede medirse
por lo bien que están los que están bien; sino por lo mal que están los que
están mal, y los que están mal están muy mal. La poesía debe bajar con ellos
para levantar de nuevo desde allí, desde lo más dañado, desde lo más muerto,
desde lo más roto, la demente pasión del sueño, pero no de un sueño débil, no
de una esperanza cautelosa, sino de una esperanza y un sueño tan fuerte que de
vuelta a la realidad y nos muestre los resplandores de esta tierra que a pesar
de todo aún nos ama.
En un mundo de víctimas y
victimarios la poesía es la esperanza de lo que no tiene esperanza, es la posibilidad
de lo que no tiene ninguna posibilidad, es el amor de lo que carece de amor. Siento
que he escrito desde esa desesperación y desde ese sueño. Como las cenizas de Héctor, la escritura es como las cenizas que quedan
de un cuerpo quemado, pero para eso era necesario quemarse entero hasta que no
quedara un hueso, un músculo, un pedazo de carne. La escritura son las cenizas
que quedan de un cuerpo quemado, desde esas cenizas vuelve a renacer lo humano.
Aquiles le devolvió a Príamo el cadáver de Héctor y permitió que comenzara la
escritura, pero a los desaparecidos, destrozados de hoy en día, del horroroso
mundo que construimos, ¿quién nos los devolverá?
Ομιλία του Χιλιανού ποιητή Ραούλ
Σουρίτα στην εκδήλωση για την παρουσίαση της «Ποιητικής Ανθολογίας» του, 9ο Φεστιβάλ
ΛΕΑ, Poems & Crimes, 13.06.2017
Μετάφραση: Σαπφώ Διαμάντη
ὣς οἵ γ ̓ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο (Ιλιάδα, Ω, 824)
Έτσι τον έθαψαν τον Έχτορα, το
γαύρο αλογομάχο
(μτφ. Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ.
Κακριδή, Εκδ. Εστία)
Είναι το τέλος της Ιλιάδας και η αρχή αυτού που ονομάζουμε
το ανθρώπινο. Αν το τέλος αυτό είναι συγκινητικό, είναι κυρίως γιατί μας λέει
ότι η ιστορία στην οποία κι εμείς ανήκουμε, ξεκινά με ένα ξόδι. Το άλλο που μας
διδάσκει, είναι πως είμαστε κι εμείς κληρονόμοι του Ομήρου όπως οι Έλληνες και
οι Λατίνοι, και η συνέπεια αυτού είναι εξίσου απόλυτη: ο άνθρωπος είναι ένα
φάντασμα: είναι το φάντασμα που σηκώθηκε από τις στάχτες του Έκτορος του
Τρωός.
Έρχομαι από μια χώρα που πριν γίνει χώρα υπήρξε ποίημα. Αυτό μας δείχνει
το ποίημα Η Αραουκάνα, το επικό
εκείνο ποίημα που έγραψε ο Αλόνσο δε Ερσίλια, ο οποίος συμμετείχε στον πόλεμο
της Κατάκτησης και είδε σε μια γη εντελώς άγνωστη, στο πιο απομακρυσμένο μέρος
του κόσμου, τα ακόμα φανταστικά όρια μιας χώρας, ενώνοντας για πάντα τη μοίρα
μας με τη μοίρα της ποίησής του, αλλά και με τα σημάδια μιας ακραίας βίας που
φώλιαζε στην καρδιά της ιστορίας της.
Είμαι ένας Χιλιανός ποιητής, είμαι ένας γιος αυτής της βίας και αυτής της
λεπτότητας. Τετρακόσια χρόνια μετά τον Ερσίλια, το 1950, ο Πάμπλο Νερούδα
δημοσίευσε το Canto General (Γενικό Άσμα), το μεγάλο
μνημείο της λατινοαμερικάνικης ταυτότητας, δίχως να γνωρίζει ότι οι λαοί που
μέσω εκείνου το συνέγραψαν και σε αυτό αναφέρονται, έπρεπε ακόμη να διασχίσουν
έναν άλλο «γενικό θάνατο» -των νέων δικτατοριών και της ατέλειωτης στρατιάς των
δολοφονημένων και αγνοουμένων- και να επιβιώσουν ώστε να αποδώσουν σε όλα αυτά
τα θύματα, στους καταπιεσμένους και τους απόκληρους της ιστορίας μας, τη
μεταθανάτια ποινή να βρουν στην ποίηση τη νέα ζωή που έπρεπε να τους προσμένει
και δεν τους πρόσμενε.
Το καθήκον δεν ήταν να γράψουμε ποιήματα και να
κάνουμε τέχνη, το καθήκον ήταν να κάνουμε τον κόσμο ένα αριστούργημα και η
αποτυχία σε αυτό είναι απροσμέτρητη. Η κατάσταση του κόσμου, μιας χώρας ή μιας
κυβέρνησης δεν μπορεί να προσμετρηθεί με το πόσο καλά είναι εκείνοι που είναι
καλά, αλλά με το πόσο άσχημα είναι εκείνοι που είναι άσχημα, και εκείνοι που
είναι άσχημα, είναι πολύ άσχημα. Η ποίηση οφείλει να χαμηλώσει μαζί τους
προκειμένου να υψώσει ξανά από κει, από το πιο ρημαγμένο, από το πιο
απονεκρωμένο, από το πιο τσακισμένο, το παράφρον πάθος του ονείρου, όχι όμως
ενός ονείρου αδύναμου, όχι μιας ελπίδας σώφρονος, αλλά μιας ελπίδας κι ενός
ονείρου τόσο δυνατών που να αντιστρέψουν την πραγματικότητα και να μας δείξουν
το μεγαλείο τούτης της γης που μολαταύτα ακόμη μας αγαπά.
Σε έναν κόσμο θυμάτων και θυτών, η ποίηση είναι η
ελπίδα αυτού που είναι ανέλπιδο, είναι η πιθανότητα αυτού που είναι τελείως απίθανο,
είναι η αγάπη αυτού που είναι αποπαίδι της αγάπης. Νιώθω πως έγραψα μέσα από
αυτήν την απόγνωση και από αυτό το όνειρο. Σαν τις στάχτες του Έκτορος, η γραφή
είναι σαν τις στάχτες που απομένουν από ένα αποτεφρωμένο σώμα, γι’ αυτό όμως
ήταν απαραίτητο να καεί ολοσχερώς ώσπου να μην μείνει ούτε ένα οστό, ένας μυς,
ένα κομμάτι σάρκα. Η γραφή είναι οι στάχτες που απομένουν από ένα αποτεφρωμένο
σώμα, από τις στάχτες αυτές ξαναγεννιέται το ανθρώπινο. Ο Αχιλλεύς παρέδωσε
στον Πρίαμο τη σωρό του Έκτορος και επέτρεψε να αρχίσει η γραφή, αλλά τους
αγνοουμένους, τους αφανισμένους του σήμερα, του φρικτού κόσμου που χτίσαμε,
ποιος θα μας τους παραδώσει;
No comments:
Post a Comment