Η Πρεσβεία της Ισπανίας και το Ινστιτούτο Θερβάντες διοργάνωσαν στις 6 Ιουνίου την πρεμιέρα στην Ελλάδα της ισπανικής ταινίας "Μαύρο Ψωμί" (2010, 108´) του σκηνοθέτη Αγουστί Βιγιαρόνγκα. Η ταινία βραβεύτηκε με 9 βραβεία Γκόγια 2011 μεταξύ των οποίων καλλίτερης ταινίας και καλλίτερου σκηνοθέτη, 15 βραβεία Gaudí 2011 και το Αργυρό Κοχύλι καλλίτερης ηθοποιού του Φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν 2010.
Πριν την προβολή, ο ιστορικός του Ανοιχτού Πανεπιστημίου Πατρών Δημήτρης Φιλιππής, έκανε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εισαγωγή πάνω στην ιστορική περίοδο που πραγματεύεται η ταινία.
Τον ευχαριστούμε που μοιράστηκε μαζί μας τις γνώσεις του.
Ακολουθεί το κείμενο της παρουσίασης του Δημήτρη Φιλιππή.
Καλησπέρα σε όλους. Θα ευχαριστήσω βεβαίως τους διοργανωτές για αυτή την πρόσκληση και περνάω αμέσως σε μια συνοπτική εισαγωγή πάνω στην ιστορική περίοδο που πραγματεύεται η ταινία, όπως θέλει το πρόγραμμα της σημερινής βραδιάς.
Η ταινία λοιπόν τοποθετείται χρονολογικά στην αρχή της πρώτης περιόδου του φρανκισμού: Πρόκειται για τη λεγόμενη μεταπολεμική περίοδο, (periodo de postguerra), που έχει ως αφετηρία την επίσημη λήξη του εμφυλίου, την 1-4-39, διανύει όλη τη δεκαετία του 40 και φτάνει ως τις αρχές του 1950. Μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι αν και η υπόθεση της ταινίας εκτυλίσσεται κατά το έτος 1944, παραπέμπει ωστόσο στο έτος της νίκης (el año de la victoria), όπως θέλησε έκτοτε το καθεστώς να ονομάζεται το έτος 1939.
Αυτοβιογραφικές μαρτυρίες της εποχής θυμούνται λοιπόν εκείνο το πρώτο και «σύντομο μετεμφυλιακό καλοκαίρι» τη συγκρατημένη αισιοδοξία ενός κόσμου, που επιβίωνε μέσα στα ερείπια και που ήθελε να γλυκάνει με κάθε τρόπο τις πληγές του: η κατανάλωση παγωτού κατ’ εκείνο τον Αύγουστο του 1939 ανήλθε στις 50.000 πεσέτες, ρεκόρ κατανάλωσης για ένα λαό που πενόταν. Ο Π.Π. που εξερράγη στο μεταξύ από τον Σεπτέμβριο, με την επίθεση του Χίλτερ στην Πολωνία, θα άφηνε στα στόματα των Ισπανών μια γλυκόπικρη γεύση καθώς θα απομόνωνε αμέσως την ευμενώς ουδέτερη, και υπέρ του Άξονα φυσικά, Ισπανία. Το ιστορικό φόντο της ταινίας είναι λοιπόν μια Ισπανία που είχε βγει εντελώς κατεστραμμένη μέσα από τα ερείπια του εμφυλίου πολέμου της κατά το 1939, και που τώρα, στα 1944, πλέον, η επικείμενη λήξη του άλλου φρικτού πολέμου, του Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκει τη χώρα ακόμα μέσα στα ερείπια και επιπλέον εντελώς απομονωμένη από τους νικητές συμμάχους. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, ο ισπανικός εμφύλιος ήταν η «πρόβα τζενεράλε» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιστορική περίοδος στην οποία τοποθετείται η ταινία είναι, λοιπόν, μια εποχή κατά την οποία οι Ισπανοί επιβιώνουν και συμβιώνουν με την πείνα, την εξαθλίωση, την ανέχεια, τις αρρώστιες και τη δημογραφική συρρίκνωση, καθώς εκτός των άλλων, οι ηττημένοι αντιφρονούντες, που συλλήβδην καταχωρούνταν από το καθεστώς ως κομμουνιστές ή αλλιώς ως «rojos», δηλαδή «ερυθροί» (και προτιμούμε εδώ, την τότε ορολογία του ελληνικού τύπου) έχουν πάρει κατά δεκάδες χιλιάδες το δρόμο της εξορίας. Ανάμεσά τους είναι πολλοί νέοι και κάποιοι κορυφαίοι διανοούμενοι.
Στο μεταξύ, πολλές καραβιές εγκαταλελειμμένων «ερυθρών ισπανοπαίδων» έχουν ήδη ξεφορτώσει τις μικρές ψυχές σε λιμάνια της Αγγλίας, του Μεξικού, της Σοβιετικής ΄Ενωσης: κάποια από τα παιδιά αυτά θα υιοθετηθούν, ενώ άλλα, τα περισσότερα ίσως, θα στηριχτούν στη θυσιαστική φροντίδα εθελοντριών ανάδοχων μητέρων ή ορφανοτροφείων. Ο μικρός ήρωας της ταινίας μας, ωστόσο, ως γιος ερυθρού, θα έχει λίγο διαφορετική πορεία, που θα τη δείτε στην ταινία. Αυτή ακριβώς η πορεία, όμως, είχε προδιαγραφεί ήδη από το στρατηγό Φράνκο το 1938, με το «Νόμο των Πολιτικών Ευθυνών» (ley de las responsabilidades políticas), σύμφωνα με τον οποίο ήταν εξ ορισμού υπόδικοι όλοι οι μαχητές και υποστηρικτές της λεγόμενης «Ερυθράς Ισπανίας» και έπρεπε να συλληφθούν, να καταδικαστούν και να τιμωρηθούν παραδειγματικά.
Συνεπώς, η ταινία παραπέμπει σε αυτή την εποχή της απηνούς πολιτικής καταδίωξης και του χαφιεδισμού, που φέρει τώρα τη σφραγίδα ενός εθνικισμού νέας κοπής: δηλαδή του φρανκισμού. Από αυτή την άποψη, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι η ταινία απαθανατίζει τη στιγμή της νέας επιστροφής της Ισπανίας στον αυστηρό καθολικισμό, στην Αντιμεταρρύθμιση της νέας εποχής και στην αναβίωση μιας άλλου τύπου Ιεράς Εξέτασης, που δεν έχει πλέον ως πρώτο εχθρό της την ανεξιθρησκία και το κυνήγι μαγισσών, αλλά τώρα καλύπτεται από το πολιτικό περίβλημα συνεχόμενων ιδιώνυμων διαταγμάτων. Δεν είναι τυχαίο προφανώς ότι στην ταινία όλα κινούνται γύρω από μια inquisitio: Inquisición, σημαίνει Ιερά Εξέταση και inquisitio σημαίνει έρευνα. Στην αρχή της ταινίας μας, λοιπόν, διαπράττεται μια στυγνή πολιτική δολοφονία, η οποία και διερευνάται στη συνέχεια. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα κυνήγι «ερυθρών μαγισσών»…
Παρ’ όλα αυτά, δεν βλέπουμε μια ταινία με στοιχεία φιλμ νουαρ: εδώ το σκηνικό είναι σκοτεινό, σχεδόν δαιδαλώδες, όπως τα πλοκάμια της καταδίωξης. Πρόκειται για μια σκηνογραφία λιτή, αυστηρή έως και τρομακτική, όπως η εικόνα που κοινώς έχουμε για την Ιερά Εξέταση. Οι ήρωές μας σπάνια γελούν, μετά βίας ο μικρός πρωταγωνιστής θα κρυφογελάσει κάποια στιγμή, δεν σκάει κανείς εύκολα ένα χαμόγελο, δεν αναδύεται από πουθενά μια χαραμάδα αισιοδοξίας. Όλοι φαίνεται να επιθυμούν διακαώς την «μπελ επόκ», που όμως δεν φαίνεται πουθενά, και αυτή την «ωραία εποχή» την έχουμε δει να σκιαγραφείται στην άλλη γνωστή ομώνυμη ταινία. Αντίθετα, στην ταινία μας ενίοτε περισσεύει η σιωπή, καθώς πρόκειται πράγματι για «χρόνια της σιωπής», όπως τιτλοφορείται ένα άλλο, το καλύτερο ίσως, ρεαλιστικό μυθιστόρημα για την εποχή αυτή.
Είπαμε, είμαστε ακριβώς μετά τη λήξη του εμφυλίου: «Franco manda y España obedece», «ο Φράνκο διατάσσει και η Ισπανία υπακούει». Ο εθνικός καθολικισμός (nacionalcatolicismo), έχει θριαμβεύσει ιστορικά στο παρελθόν και, τώρα, σύμφωνα με την προπαγάνδα του καθεστώτος, είναι μοιραίο να συνεχίσει εφεξής να θριαμβεύει εις το διηνεκές: «España es una unidad de destino en lo universal» με αυτή τη φράση αποτύπωνε αυτό το διηνεκή θρίαμβο ο ισπανός νομοθέτης σε μεταγενέστερο συγκεντρωτικό διάταγμα με τους νόμους του φρανκισμού.
Ο φρανκισμός αυτοκαθορίστηκε ως μια «οργανική δημοκρατία». Σε αυτήν ο πολίτης δεν υπάρχει ως αυτόνομη υπόσταση, αλλά πραγματώνεται μόνον ως μέρος των κατεστημένων θεσμών: της οικογένειας, της εκκλησίας, του εθνικού συνδικαλιστικού φορέα, της τοπικής αυτοδιοίκησης. Και όταν λέμε τοπική αυτοδιοίκηση, εννοούμε την τοπική εκπροσώπηση του φρανκισμού στις περιφέρειες, και όχι βεβαίως τις Ισπανίες των αυτονομιών, που ο φρανκισμός τις κατέστειλε και απαγόρευσε τις γλώσσες τους. Και εδώ, στην ταινία μιλάμε για την πιο σημαντική αυτονομία, αυτή της Καταλονίας, που υπέφερε περισσότερο επί φρανκισμού ως «βασική εστία εκτροφής των ερυθρών και αυτονομιστών». Ο Έμιλι Τεϊσιδόρ, συγγραφέας του βιβλίου πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία που προβάλουμε σήμερα, έχει μιλήσει για την διπλή εξορία των Καταλανών: εξορία αυτών που έφυγαν και εξορία αυτών που έμειναν και υποχρεώθηκαν να αλλάξουν γλώσσα. Η ταινία μας είναι σε καταλανική γλώσσα, αλλά όπως θα παρατηρήσετε όταν τα τεκταινόμενα εκτυλίσσονται σε δημόσιο χώρο, ενίοτε ακούγεται η καστιλιάνικη, η μόνη επίσημη γλώσσα στην Ισπανία του φρανκισμού.
Αφετηρία του ιστορικού πλαισίου της ταινίας είναι, λοιπόν, το «Έτος της Νίκης», το 1939, «της νίκης του πολιτισμού εναντίον της βαρβαρότητας», όπως έλεγε η προπαγάνδα του φρανκισμού (και κάθε ομοιότητα με παρόμοιες μεταγενέστερες φράσεις, παρακαλώ να εκληφθεί ως απολύτως συμπτωματική). Πώς ήταν όμως ο πολιτισμός του φρανκισμού, λοιπόν, στην πρώτη περίοδό του και δη σε αυτή που αναφέρεται η ταινία (1939-1944); Μπορεί η μισή χώρα να ήταν ακόμα ερείπια, να θέριζαν οι αρρώστιες (κυρίως, ηπατίτιδα, τύφος, σύφιλη) και η πείνα, εντούτοις απαγορευόταν δια ροπάλου «το πτύειν και το ουρείν», σε δημόσιους χώρους και δρόμους. Έπρεπε δηλαδή όλοι να τηρούν στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, και οι κουρείς διαφήμιζαν πώς απολύμαιναν αποτελεσματικά τα εργαλεία τους για να καταπολεμούν τις ψείρες, γιατί αν δεν το ξέρετε, οι ψείρες συνήθως ευδοκιμούν στις κεφαλές ερυθρών και άλλων παρόμοιων μιασμάτων. Και συν τοις άλλοις επειδή κατά τα χρόνια της Β’ Ισπανικής Δημοκρατίας (1931-36) οι ερυθροί δεν φορούσαν καπέλο, καθότι επρόκειτο για ένδειξη αστικής αμφίεσης, ο ευφυής πιλοποιός της φημισμένης στις μέρες μας, plaza del Sol, έγινε γρήγορα εκατομμυριούχος με το σλόγκαν «los rojos no usaban sobrero»: «οι κόκκινοι δεν φορούσαν καπέλα». Τώρα το καπέλο ήρθε η ώρα να το ξαναφορέσουν πάλι οι «blancos» και οι «azules» (άσπροι και γαλάζιοι), όπως ονομάζονταν οι νικητές εθνικιστές του φρανκισμού. Καπέλο έπρεπε να φορέσουν όμως και «rojillos», οι «ερυθριάζοντες», δηλαδή οι όχι και πολύ πεπεισμένοι ή οι λιγότεροι μπαρουτοκαπνισμένοι ερυθροί, που και δια μέσου της αμφίεσης κοιτούσαν τώρα όχι μόνο να γίνουν αποδεκτοί από τη νέα τάξη, αλλά και να ενταχθούν σε αυτή.
Ανεξάρτητα από την αμφίεσή του, ο πατέρας του μικρού πρωταγωνιστή της ταινίας μας, φιλοτεχνείται μάλλον ως ένας «λιποτάκτης-rojillo» και όχι σαν ένας «rojo»: οι «βέροι ερυθροί» διαπομπευόταν δημόσια, όπως ο σοφός δάσκαλος και οι άλλοι σύντροφοί του στο αριστούργημα Η γλώσσα της πεταλούδας, ταινία που παρουσίασαν πέρσι οι ίδιοι φορείς: «rojo, anarquista, cabrón» θυμάστε τον επίλογο αυτής της ταινίας, πώς όλο το χωριό και ο αγαπημένος μαθητής του διαπόμπευσαν, βρίζοντάς τον, το σοφό δάσκαλο, για να αποδείξουν έτσι ότι είναι βασιλικότεροι του βασιλέως.
Στην ταινία θα δούμε πώς αφήνεται να εξαγοραστεί ο λιγότερο δυνατός: εξαγοράζεται λοιπόν με τον πιο βίαιο τρόπο έχοντας ως άλλοθι την επιβίωση της οικογένειάς και το καλύτερο μέλλον του γιου του. Από την άλλη πλευρά, οι νικητές ξέρουν να εξαγοράζουν επίσης με τα πιο χυδαίο και απάνθρωπα μέσα. Και είναι εύκολος ο συμβολισμός: η χοντρή κυρία που εμφανίζεται στην ταινία εκπροσωπεί την ιθύνουσα, νικήτρια και πλούσια τάξη. Και όλα αυτά γίνονται διότι είναι επιτακτική η ανάγκη να δημιουργήσουν οι ήρωες ιδιωτική ζωή, γιατί «χωρίς την ιδιωτική ζωή δεν υπάρχει δημόσια», έγραψε κάποτε ο συγγραφέας Χουλιάν Μαρίας αναφερόμενος στο μετά τον εμφύλιο. Μόνο που για να έχουν ιδιωτική ζωή οι πρωταγωνιστές της ταινίας μας καταφεύγουν στη βία.
Ποια είναι τελικά η εποχή της ταινίας; Είναι η εποχή της ένστικτης βίας που απελευθερώνεται αχαλίνωτη με άλλοθι την επιβίωση, και βεβαίως εδώ η βία δεν στηλιτεύεται, αλλά περιγράφεται ωμή όπως είναι. Δεν υπάρχει ηθικολογία, γιατί δεν μπορεί να υπάρχει, αφού δεν πρόκειται για μια ισορροπημένη κοινωνία, αλλά για μια πληγωμένη κοινωνία, που δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα, που δεν διστάζει να εκτελεί καθημερινά και την παιδική αθωότητα μέσω της «βίας του ψέματος». Δεν υπάρχει πουθενά αθωότητα. Και αποτυγχάνει οικτρά ο συμπρωταγωνιστής της ταινίας, ο πατέρας του παιδιού, ως συλλέκτης πουλιών, δηλαδή ως διαπρύσιος κήρυκας της αθωότητας και των ιδανικών.
Το ψέμα είναι μια μορφή βίας και κυρίως το ψέμα που λέμε στα παιδιά… Και πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά, όπως λέει ο Μανώλης Αναγνωστάκης στην τελευταία ποιητική συλλογή του. Ο σπουδαίος ποιητής μας έχει ζήσει και αυτός παρόμοιες καταστάσεις και βέβαια είναι εύκολες οι αναγωγές, οι ομοιότητες και οι διαφορές με την πρόσφατη ελληνική ιστορική εμπειρία, όπως αποτυπώνεται στα δικά μας έργα, λογοτεχνικά και κινηματογραφικά…
Στην ταινία μας, όμως, ο εμφύλιος συνεχίζεται ακόμα, όχι πια με όπλα, αλλά ο διχασμός τώρα είναι εσωτερικός, προσωπικός, οικογενειακός, ενδοπαραταξιακός. Δεν υπάρχουν ιδανικά, δεν υπάρχει τρυφερότητα: δεν είναι η αφήγηση του παππού, που μας θυμίζει την Καταλωνία μιας άλλης εποχής, όπως είπε ο Πικέ διαφημίζοντας την ταινία για τα όσκαρ. Η αφήγηση του παππού έχει τρυφερότητα ακόμα και όταν αναφέρεται στη βία. Και πολλοί παππούδες του σήμερα, όσοι έχουν απομείνει, τέλος πάντων, ως παιδιά της εποχής εκείνης ήταν φτωχοί και πένητες, επιπλέον δε ήταν και ηττημένοι. Έτρωγαν δηλαδή πικρό ψωμί. Μαύρο ψωμί, στην περίπτωσή μας, γιατί τότε δεν έβρισκες εύκολα άσπρο, δηλαδή πραγματικό ψωμί, φτιαγμένο από αλεύρι σταριού…αλλά ψωμί φτιαγμένο από διάφορα άλλα αλεύρια άγνωστης προέλευσης και ύποπτης κατασκευής, που έδιναν περίεργες αποχρώσεις στα ψωμιά, «από μαύρη ως κίτρινη απόχρωση», («coloraciones variadas, desde el negro hasta el azul»). Το κίτρινης απόχρωσης θα ήταν κάτι σαν τη δική μας μπομπότα της Κατοχήs, όπως μπορώ να υποθέσω, αλλά πολύ χειρότερης ποιότητας, όπως προκύπτει πάλι από τη λογοτεχνία και τη βιωματική αφήγηση. Σύμφωνα δε με τις ίδιες αφηγήσεις, το πραγματικό ψωμί το πουλούσαν οι μαυρογορίτες και ενίοτε το πουλούσαν στο μετρό χωριάτισσες, κρύβοντάς το κάτω από τις μακριές και φαρδιές φούστες τους. Και αφού έριχναν λοξές ματιές τριγύρω, μην τυχόν και περνάει κάνας αστυνομικός, φώναζαν την πραμάτεια τους με το συνθηματικό «llevo barras», που μπορεί να ήταν πλάκες σαπουνιού, αλλά ήταν φρατζόλες.
Μην ξεχνάμε ότι το ιστορικό φόντο της ταινίας είναι η εποχή «πείνας και των γονέων», είναι η εποχή των συσσιτίων, της απομόνωσης και του δόγματος της αυτάρκειας. Σύμφωνα με το καθεστώς, η χώρα θα επιβίωνε όπως-όπως, είτε με το ελάχιστο, είτε με το όποιο πλεόνασμα μπορούσε να διαθέσει. Και οι φτωχοί ή θα έτρωγαν μαύρο ψωμί ή θα ψοφούσαν της πείνας: παρακαλώ να προσέξετε στην ταινία ότι μια υπηρέτρια θα εμποδίσει κάποια στιγμή το μικρό πρωταγωνιστή μας να φάει άσπρο ψωμί… «Μαύρο, ξερό και πικρό ψωμί», λοιπόν. Για το χρονικό ορίζοντα της ταινίας μας είναι πολύ μακριά ακόμα η εποχή που θα λήξει η διεθνής απομόνωση της Ισπανίας, θα τελειώσουν τα συσσίτια και οι ανάγκες του ψυχρού πολέμου θα κάνουν αποδεκτή τη χώρα στον ΟΗΕ, ενώ η αντιπολίτευση από το εξωτερικό θα αρχίσει πλέον να συμφιλιώνεται με την ιδέα της μη ένοπλης πάλης και της ανατροπής του φρανκισμού με άλλα μέσα. Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 50 όταν συνέβησαν όλα αυτά και τότε το καθεστώς νομιμοποιήθηκε πλήρως…
Να τελειώσω σημειώνοντας ότι η προσόν της ταινίας είναι ότι δεν εκμεταλλεύεται τη συγκυρία του πρόσφατους «Νόμου για την Ιστορική Μνήμη» («ley de la memoria histórica»), που όλοι, υποθέτω, γνωρίζετε. Η ταινία εδώ ίσως αποκλίνει από το βιβλίο, καθώς δεν συμπεριφέρεται ευνοϊκά προς τον ηττημένο, ούτε εχθρικά προς το νικητή. Όμως αφηγείται και καταφάσκει τη βία. Γι αυτό το λόγο, αλλά και επειδή η βία επέστρεψε πάλι στην εποχή μας και τη βιώνουμε όλοι πλέον, θα μου επιτρέψετε την αγένεια να μη σας ευχηθώ καλή διασκέδαση…
Το ανωτέρω κείμενο βασίστηκε στις κάτωθι πηγές:
Ενδεικτική βιβλιογραφία και φιλμογραφία
Fernando Vizcaino Casas, Los rojos no usaban sombrer: anecdotario menudo de la posguerra (1996), ed. Planeta, Colección Documento, Barcelona 1996
Paloma Anguilar Fernández, Memoria y olvido de la Guerra Civil, Alianza Editorial, Madrid 1996, ελληνική έκδοση Μνήμη και λήθη του Ισπανικού Εμφυλίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2005
Julián Marías, La guerra civil. ¿Cómo pudo ocurrir, forcolaediciones, Madrid 2012
Luis Martín Santos: Tiempo de silencio. Ed. Seix Barral. Barcelona, 1962,
Λουκιανός Χασιώτης, Τα παιδιά του Εμφυλίου: Από την «Κοινωνική Πρόνοια» του Φράνκο στον «Έρανο» της Φρειδερίκης (1936-1950), Αθήνα: Εστία (υπό έκδοση).
Δημ. Ε. Φιλιππής (επιμ.), 1936: Ελλάδα-Ισπανία, Εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007
Τα Νέα, 10-11-2008. Συνέντευξη του καταλανού συγγραφέα Έμιλι Τεϊσιδόρ στον Μ. Πιμπλή
Belle epoque (ταινία, Fernando Trueba, 1992),
La lengua de las mariposas (ταινία, José Luis Cuerda 2003)
No comments:
Post a Comment