Πιάσε αυτήν την μπουκάλα
να τα πιούμε παρέα
να τα πιούμε παρέα
και στην τελευταία γουλιά
ας φύγουμε!
ας φύγουμε!
Η Τσαβέλα Βάργκας την Κυριακή 5 Αυγούστου στράγγιξε την τελευταία γουλιά από το ποτήρι και έφυγε. Οριστικά. Παρότι είχε πει ότι δεν θα πέθαινε Σαββατοκύριακο, για να μην χαλάσει κανενός την βολή. Έφυγε όπως είχε ζήσει: αγαπώντας, ταξιδεύοντας και τραγουδώντας.
Με κάποιον μοναδικό τρόπο η Τσαβέλα με τη δυνατή προσωπικότητα και το ταλέντο της, κατάφερε να διατηρήσει για πάνω από μισό αιώνα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Υπήρξε μια γυναίκα που έζησε για δεκαετίες σαν ένας παραδοσιακός “μάτσο” μεξικανός άνδρας του περασμένου αιώνα, κουβαλώντας πιστόλι, πίνοντας –σχεδόν μέχρι θανάτου- από καντίνα σε καντίνα, παίρνοντας μέρος –όπως είχε ακουστεί- σε μονομαχίες για τα μάτια όμορφων γυναικών, υπερασπιζόμενη την ομοφυλοφιλία της σε μια εποχή και μια ήπειρο που οι γυναίκες γινόντουσαν διάσημες κυρίως σαν θύματα... Ίσως το μυστικό της να ήταν η αυθεντικότητα και η συνέπεια ανάμεσα στη ζωή και στα τραγούδια της. Ποιά άλλη θα μπορούσε να υποστηρίξει τόσο πειστικά τα ραντσέρας και τα κορίδος, που «έζησαν» μέσα στον κόσμο του άνδρα-απόλυτου άρχοντα και τσαμπουκά, των πιστολιών, της εκδίκησης αλλά και της επανάστασης;
Η «σαμάνα» Τσαβέλα επέλεξε το τέλος της με καθαρή σκέψη. Βρήκε την δύναμη –παρότι είχε κλείσει τα 93, ήταν καθηλωμένη σε αναπηρικό καρότσι και αντιμετώπιζε σοβαρά θέματα υγείας- να ταξιδέψει μέχρι την Ισπανία για να παρουσιάσει την τελευταία της δουλειά, ένα αφιέρωμα στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Όταν την ρώτησαν στο νοσοκομείο της Γκουερναβάκα λίγο πριν πεθάνει αν άξιζε το ταξίδι, απάντησε αφήνοντας παρακαταθήκη θαρραλέας αντιμετώπισης του θανάτου: "Ήξερα πολύ καλά ποιό ήταν το κόστος και ναι, οπωσδήποτε άξιζε τον κόπο. Είπα αντίο στον Φεντερίκο, είπα αντίο στους φίλους και αποχαιρέτησα την Ισπανία. Και τώρα, έρχομαι για να πεθάνω στην χώρα μου".
Αρνήθηκε κάθε παρεμβατική θεραπεία, ζήτησε να της φορέσουν το μενταγιόν-φυλαχτό που της είχαν χαρίσει πριν χρόνια οι σαμάνοι (και δεν το αποχωριζόταν ποτέ στις συναυλίες της) και έκλεισε τα μάτια της. Δεν φοβήθηκε ποτέ τον θάνατο γιατί δεν πίστευε ότι υπάρχει με την έννοια του οριστικού τέλους, αλλά μόνο σαν μετάβαση σε ένα άλλο επίπεδο. Ήταν γεννημένη Κοσταρικένια αλλά με καρδιά αυθεντικής Μεξικάνας, με πιστεύω που χάνονται στις απάτητες ζούγκλες που σκέπασαν τα μυστικά των Μάγιας. Το Μεξικό της στάθηκε σαν πατέρας όπως είχε πει κάποτε σε συνέντευξή της, γι αυτό και εκείνη το λάτρεψε και το τίμησε.
Την Τσαβέλα Βάργκας στην Ευρώπη την γνωρίσαμε κυρίως μέσα από τις ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Έτσι ξεκίνησε μια νέα σελίδα στην καριέρα της, μετά από 20 χρόνια σκληρά, πνιγμένα στο αλκοόλ και στην προσπάθεια να απελευθερωθεί από τους δαίμονές της. Ο Aλμοδόβαρ είχε εκφράσει τον θαυμασμό του λέγοντας ότι "είναι από μόνη της ένα μεγάλο μουσικό θεατρικό τραγικό έργο. Όταν ανοίγει τα χέρια της για να τραγουδήσει, γεμίζει όλη τη σκηνή. H Τσαβέλα τραγουδά μόνο σε σένα, μόνο για σένα. Τραγουδά αποκλειστικά την δική σου ιστορία. Είναι μια καταπληκτική ικανότητα."
Έτσι θα την θυμάμαι κι εγώ, όπως την «πρωτογνώρισα» στην ταινία La flor de mi secreto: με το κόκκινο πόντσο, να ανοίγει την αγκαλιά της και να με καλεί να ταξιδέψουμε μαζί στον κόσμο της, τον μαγικό κόσμο του Μεξικού και της Λατινικής Αμερικής.
¡Viva Chavela! ¡Viva México!
(Το δικό μου "αντίο" στην Chavela Vargas δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sol Latino #61, Σεπτέμβριος 2012
No comments:
Post a Comment