Sunday, May 04, 2014

H πλατεία της Σοσοκότλα, Φρανσίσκο Ρόχας Γκονσάλες

La plaza de Xoxocotla,  Francisco Rojas González *

(Μετάφραση της Έφης Γιατράκη, Εργαστήριο Μετάφρασης του Abanico
, Εισηγητής Νίκος Πρατσίνης)

Είναι όμορφη η πλατεία της Σοσοκότλα, όμορφη και καθαρή, -είπα δίχως πρόθεση να την παινέψω.

Έχει την ιστορία της, όπως και το σχολειό και το τρεχούμενο νερό –με πληροφόρησε ο γέρο- Ελεουτέριο Ρίος καθώς χάιδευε, με τον αντίχειρα και το δείκτη, το ατίθασο μουστάκι του. Αυτή τη μουστάκα,  με ασημένιες κλωστές εδώ και κει  και η οποία, αν δώσουμε βάση στην παροιμία που λέει «όταν πια ο ινδιάνος ασπρίσει, ο ισπανός  χρόνους μάς έχει αφήσει»  θα πρέπει να έκανε μεγάλη χαλάστρα στο νεανικό φέρσιμο  και το αλαζονικό ύφος του φίλου μου: εξαιτίας αυτών των κλωστών θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει για άντρα πάνω στην ωριμότητά του, και αιτία θα ήταν αυτές οι κλωστές, οι ψεύτρες.

Ναι, έχει την ιστορία της- επανέλαβε ο ηλικιωμένος άντρας, με ασυγκράτητη λαχτάρα να τη διηγηθεί.  Χωρίς να περιμένει άλλο, την είπε με αργή φωνή, μέσα από τα κιτρινισμένα δόντια του  ρουφώντας και ξαναρουφώντας το αναμμένο τσιγάρο του από φύλλα καπνού.

Ήμουν δημοτικός σύμβουλος του χωριού όταν έφτασε η πομπή. Ο υποξήφιος μπροστά. Μη νομίζει η αφεντιά σου ότι ήρθαν εδώ με τη θέλησή τους, όχι… Πήγαιναν  για τη γέφυρα της Ίστλα, αλλά εκεί στη στροφή του Ελ Τόρδο, έσκασε ένα λάστιχο του «φορντ» και αναγκάστηκαν να κάνουν εμφάνιση κατά  δω, στη Σοσοκότλα, ξάχνοντας για σκιούλα και καμιά γουλιά νερό.

Ο υποψήφιος ήταν μεγαλωπός, σοβαρός και λιγομίλητος. Οι  παρατρεχάμενοί  του, αντίθετα, μίλαγαν πολύ, αλλά όπως τα παπαγαλάκια, ούτε και αυτοί οι ίδιοι δεν καταλάβαιναν  τις παπαριές τους.

Κάποιος μου είπε ότι τον υποξήφιο θα τον έκαναν Πρόεδρο της Πολιτείας. Εγώ δεν το πίστεξα… Από μαλακίες οι γλείφτες, άλλο τίποτα! Ο υποξήφιος έμοιαζε σα να διάβασε τη σκέξη μου γιατί, χαμογελώντας κάπως, περισσότερο με τα μάτια απ’ ό,τι με το στόμα, στάθηκε κοιτάζοντάς με και μετά είπε:

« Τι είναι κύριε δημοτικέ σύμβουλε, αυτό που χρειάζεται περισσότερο αυτό το χωριό;»

Εγώ σκέφτηκα ότι έπρεπε να παίξω το παιχνίδι του και, μη έχοντας κι άλλη επιλογή,  του είπα:

«Το λοιπό, βλέπει και μόνη της η αφεντιά σας,  τι θλιβερή πλατεία είναι αυτή της Σοσοκότλα. Είναι μια μεγάλη αλάνα, ολοσκόνιστη, και στη μέση, το μόνο της στολίδι είναι αυτή η μοναχική ακακία με το αραιό φύλλωμα που δε χρησιμεύει ούτε για να κάνει σκιά  σ’ ένα κόκορα… Εμείς, του χωριού, θα θέλαμε μια πλατεία με τα παγκάκια της, τις πρασιές της, το κιόσκι της περιτριγυρισμένο από φανάρια…».

«Θα το έχετε» είπε ο υποψήφιος με ύφος σοβαρό.

Εγώ, στο τσακ ήμουν να βάλω τα γέλια, μα το Θεό…  να κοροϊδεύει τον κόσμο με τέτοια ξεδιαντροπιά. Αλλά για να συνεχιστεί το μπούρου-μπούρου, του είπα κι εγώ πολύ πονηρά και θεατρινίστικα:

«Ούτε σχολείο υπάρχει. Δείτε το και η αφεντιά σας πώς είναι τα καημένα τα παιδιά όλα στοιβαγμένα σε εκείνη τη σκιά που κάνουν  τα καμπαναριά της εκκλησίας. Πώς θέλει η αφεντιά σας να μάθουν έτσι; Άσε που δεν έχουν δασκάλα!  Η δόνια Αντρέα Σιέρρα, που είναι  γραμματιζούμενη, καμιά φορά τους κάνει μάθημα, κι αυτό μια φορά μόνο τη βδομάδα…»

«Θα έχουν σχολείο», υποσχέθηκε πάλι ο υποψήφιος, με τέτοια γαλήνη και βεβαιότητα, που με ξάφνιασε  λιγουλάκι.   Μετά όμως, όταν θυμήθηκα πως όλοι όσοι έχουν την πετριά της υποξηφιότητας, η δουλειά τους είναι να μοιράζουν μόνο ξέματα, τότε λοιπόν  απόμεινα κοιτάζοντάς τον, για ώρα, βαθιά, όπως το συνηθίζουμε στα μέρη μας όταν θέλουμε να κοροϊδέξουμε κάποιον. Ο άνθρωπος δεν κατάλαβε ή έκανε ότι δεν κατάλαβε το βλέμμα μου και τότε ξανάρχισα να του κάνω πλάκα. Οι χωριανοί μου το γλεντούσαν βλέποντας τον τρόπο που τον δούλευα εγώ τον κύριο πολιτευτή.

«Όπως θα έχετε δει ήδη, έχουμε περίσσιο  νερό στα μέρη μας, αλλά  μας λείπουν σωλήνες. Εσείς που προσπαθείτε να φέρετε την ευτυχία στο χωριό, φανταστείτε  πώς θα ήταν ένα σιντριβάνι   ν’ αναβλύζει κρουσταλλένιο νερό στη μέση της πλατείας και περιτριγυρισμένο από ρόδακες,  δίχρωμες «χουανίτας» και βιολέτες… και τις κοπέλες με τις ιδρωμένες στρογγυλές τους στάμνες  … και τα παλληκάρια στα ντουζένια τους, να τις κοιτάζουν δειλά με την άκρη του ματιού, έτσι όπως ορίζει ο Θεός το αρσενικό να κοιτάει το θηλυκό που του γέμισε το μάτι… και τα παιδιά στο σχολείο και στο σχολείο μια δασκάλα κομψή  και όμορφη, να μαθαίνει σε όλα το αλφαβητάρι…».

Τότε, αυτός ο αγροίκος ο κουμπάρος μου, ο Πρόκουλο Ντελγκαδίγιο, δεν μπόρεσε να κρατήσει το γέλιο του αλλά ο υποξήφιος, πάντα κύριος είπε:

«Και πλατεία θα έχετε, και  το σχολείο σας, και τις κρήνες σας και τη δασκάλα σας».  Μετά στάθηκε για να μας αποχαιρετήσει. Μου έδωσε το χέρι. Εγώ ίσα που το άγγιξα, μόνο και μόνο για να μην θεωρηθώ αγενής, αλλά με τέτοιο τρόπο  ώστε να πάρει χαμπάρι ότι  δεν μας είχε πιάσει κώτσους.

Όταν έφυγαν, μαζευτήκαμε όλοι οι χωριανοί γύρω από την ακακία. Οι νέοι έβρισκαν καλές τις υποσχέσεις του υποξήφιου και ήταν πολύ χαρούμενοι, αλλά οι γέροι, που έχουμε ασπρίσει και έχουμε κάνει ρυτίδες περιμένοντας να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις των πολιτικών, μόνο να γελάσουμε μπορούσαμε με την απειρία της τρυφερής ηλικίας.

Ο Δον Ελεουτέριο σώπασε για μια στιγμή, έβγαλε το τεράστιο ψάθινο καπέλο του και , από τον πάτο του, ξετρύπωσε ένα σπιρτόκουτο, άναψε ένα σπίρτο, με τα χέρια του κάλυψε τη φλόγα και, με απανωτές ρουφηξιές, άναψε το μεγάλο του τσιγάρο, καμωμένο από άγριο καπνό. Μετά συνέχισε τη αφήγηση:

Πέρασε ένας χρόνος. Εγώ θα παρέδιδα το δήμο στον κουμπάρο μου Ρεμίχιο Μοράλες, όπως ήταν το θέλημα του Θεού. Ήταν μεσημέρι και είχε μια ζέστη όσο λίγες.

Ένας τεράστιος ήλιος έλαμπε  σε αυτή την έρημο που εμείς ονομάζαμε πλατεία. Τα γουρούνια γρύλιζαν  γιατί ένιωθαν να λιώνουν. Οι κότες, με το ράμφος ορθάνοικτο, τσιμπολογούσαν την καυτή άμμο και με τα φτερά απλωμένα κυλιόντουσαν γυρεύοντας δροσιά. Τα σκυλιά, με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, και τα σάλια να τους τρέχουν λες και είχαν λύσσα. Οι γυναίκες στις κουζίνες είχαν βγάλει τα πουκάμισα και τα παιδιά τσίτσιδα γύρευαν σκιές και ζητούσαν μια σταλιά νερό. 

Εγώ κι ο αστυνόμος ρίχναμε στο λαρύγγι μας λιγουλάκι πούλκε στης Δόνια Τρίνα Λαγκούνα, εδώ πιο κάτω… Ξαφνικά, έφτασε ο Τίρσο Μόγια, που τότε ακόμα ήταν ένα παλληκαράκι αμούστακο, πολύ αλαφιασμένος, και μου είπε: «Άντε μπάρμπα Λουτέριο, και σε γυρεύει ο Πρόεδρος». Τότε, τελείωσα το κανατάκι με το πούλκε και ζήτησα κι άλλο… Έκανε τόση ζέστη! Έπινα σιγά-σιγά, χωρίς να διακόπτω την κουβέντα μου με τον αστυνόμο… Και, στα καλά καθούμενα, να ‘σου και η Λουκρεσίτα, του παραπαιδιού μου του Χεράρδο: «Σε γυρεύει ο Πρόεδρος μπαρμπα Λουτέριο»… «Άντε, δρόμο –είπα – σύρε να δεις αν έρχομαι». Και η κοπελίτσα έφυγε τρεχάλα…  Δεν πέρασε πολλή ώρα και φάνηκε  ο Οδιλόν Πέρε, ο βλαμμένος, και με τη  γλοιώδη φωνή του με προειδοποίησε: «Σε προσμένει ο Πρόεδρος μπάρμπα Λουτέριο»… «Το λοιπό, να του πεις ότι αν δεν μπορεί να κρατηθεί λιγάκι, εγώ δεν μπορώ να του κάνω τίποτα…» Και ο βλαμμένος Οδιλόν έφυγε πολύ υπάκουα με το μήνυμα.

«Αυτός μάλλον θα ήρθε για να εισπράξει για την πλακόστρωση της πλατείας τη Δευτέρα» σχολίασα στον αστυνόμο.

Συνεχίσαμε να κουτσοπίνουμε χωρίς βιασύνες. Μέτρησα ήρεμα το παραδάκι από το κονδύλι που είχε μαζευτεί για την πλατεία και  που κουβαλούσα στο ζωνάρι μου. Άκουσα μια  ακόμα ιστορία με προστυχιές  που μου εξιστόρησε  ο αστυνόμος και βγήκα μασουλώντας ένα κομμάτι κρέας στα κάρβουνα που μου είχε προσφέρει η Δόνια  Τρίνα Λαγκούνα.

Και τι να δω! Ποιος νομίζετε πως ήταν; Ο υποξήφιος! Ήταν εκεί! Κάτω απ’ τη λεπτή σκιά της ακακίας. Γύρω του ήταν πάνω από δέκα παλληκαράκια, αυτός έκανε πλάκα μαζί τους και τον πιο πιτσιρικά τον είχε πάρει αγκαλιά. Όλες οι γυναίκες από τις πόρτες των σπιτιών τους τον κοιτούσαν με θαυμασμό, αυτός δεν είχε καταλάβει τίποτα. Τόσο απορροφημένος ήταν με την πιτσιρικαρία… Είχε φτάσει μόνος κι έρημος, όπως ακριβώς και η ακακία   Το «φορντ» του τον περίμενε εκεί στην άσφαλτο… Μόνο και μόνο από την όξη του, μυρίστηκα ότι τον είχαν κάνει ήδη πρόεδρο  της Πολιτείας… Μεγαλόσωμος, σοβαρός, εμπνέοντας εμπιστοσύνη όπως όλοι όσοι είναι άντρες από κούνια, δεν ξέρω τι μοιάση του βρήκα με τον Εμιλιάνο Ζαπάτα. Σε τίποτα δεν έμοιαζαν, όμως, θες  οι χειρονομίες,θες η αγάπη για τα παιδιά…  ξέρω εγώ... Ούτε καν  στο ντύσιμο δεν έμοιαζαν. Σε τούτον δω  ταίριαζε τόσο πολύ το τζίν όπως και σε κείνον το κεντημένο σομπρέρο, που λένε ότι φοράει όταν εμφανίζεται στους πεζολάτες που περνούν από την Τσιναμέκα.

Γεμάτος ντροπή του σίμωσα. Μου έδωσε το χέρι του και τότε εγώ το άρπαξα και με τα δύο δικά μου, σα να έδινα το χέρι σε ένα φίλο, σε κάποιον που ξέρει κανείς ότι είναι καλός άνθρωπος. Το χέρι ήταν μεγάλο, φίνο, αλλά πιο δυνατό απ ό,τι και οι δύο παλάμες μου. Και δώστου πάλι χαμόγελα με τον τρόπο του, τον τόσο δικό το, που μόλις που φαίνονταν τα δόντια του κάτω απ το περιποιημένο και παχύ μουστάκι του… Το γέλιο του ήταν ανθρώπου καθωσπρέπει, γνήσιου Μεξικάνου!

Και, όλος ντροπή, του είπα να με συγχωρνά  για την αναμονή κάτω απ ΄ τον ήλιο, γιατί όταν μου είπαν ότι είχε έρθει ο Πρόεδρος,  ενόμισα ότι ήταν ο πρόεδρος της κοινότητας του Πουέντε δε Ίστλα που ερχότανε για την πλακόστρωση της Δευτέρας στην πλατεία.

Ο άντρας συνέχισε να χαμογελά και αμέσως μπήκε στο ξητό:

«Κύριε δημοτικέ σύμβουλε –είπε πολύ σεβαστικά– σήμερα θα φτάσουν στην Σοσοκότλα οι μηχανικοί που θα σηκώσουν το σχολείο, θα φτιάξουν την πλατεία και θα βάλουν το νερό στους σωλήνες… Σύντομα θα έρθει και η κυρά δασκάλα, η εκπαιδεύτρια δηλαδή».

Εγώ ξαφνιάστηκα. Αυτή είναι η αλήθεια.

Όταν έφυγε, όλο το χωριό τον ακολούθησε. Κανείς δεν μιλούσε, αυτός πήγαινε μπροστά αγέρωχος. Εμείς, τρέχαμε στο κατόπι του και μόλις που τον φτάναμε. Όταν ανέβηκε στο «φορντ» του, έφυγε χαιρετώντας μας με το χέρι.

Στην επιστροφή, όλοι οι νέοι γέλαγαν με μας τους γέρους που δεν τον είχαμε εμπιστευτεί. Από τότε, πιστεύω πιότερο στους νέους και τους δίνω σημασία σε ό,τι και να πούνε. Την άλλη μέρα, ένας απ’ αυτούς με ρώτησε: «Αν ερχόταν πάλι στη Σοσοκότλα ένας υποξήφιος, τι θα του ζητούσες θείο Λουτέριο;»

«Το λοιπόν, αν θέλεις να το μάθεις, θα του ζητούσα, εκεί που ήταν η μικρή ακακία μόνη κι έρημη  να σηκώσουνε ένα άγαλμα του Προέδρου που ήρθε… Ένα άγαλμα για να το βλέπουμε όλοι και να το θαυμάζουμε! Τα παιδιά που βγαίνουν απ΄ το σχολείο και οι όμορφες κοπέλες της Σοσοκότλα να κόβουν την ημέρα της γιορτής του όλα τα λουλούδια του κήπου και να τα πετάνε στα πόδια του…».

«Είναι καλή η σκέξη σου θείο Λουτέριο –μου απάντησε το παλληκάρι.  Εγώ και άλλοι πολλοί ξέρουμε να διαβάζουμε χάρη σ’ αυτόν. Εσύ και όλοι οι γέροι πιστέξατε ξανά σε έναν άνθρωπο όπως πιστεύανε στον Εμιλιάνο  από την Ανεκουίλκο…». Κοίτα να δεις! Βρε πόσο έξυπνη είναι η νεολαία του σήμερα!

Ο Δον Ελεουτέριο έμεινε μερικά λεπτά σιωπηλός, με τα μάτια χαμένα, ίσως αναπολώντας. Μετά, επιστρέφοντας από την αφηρημάδα του, με κοίταξε επίμονα για να μου πει:

Αλλά για να δούμε φίλε, βρες κανένα ελάττωμα στην πλατεία της Σοσοκότλα.

Το μόνο που της λείπει είναι το μνημείο…

Αυτό είναι. Ένα μνημείο! –είπε λες και είχε κάνει καμιά ανακάλυψη-. Ένα μνημείο… αλλά πάνω από όλα,  το άγαλμα αυτουνού που ξέρεις... Και τότε, η πλατεία της Σοσοκότλα θα είναι η πιο όμορφη σε όλο το Μορέλος… Δε συμφωνείς κι εσύ δάσκαλε;
 

* Francisco Rojas González

(1904 -1951 GualadajaraMéxico)

Μέχρι που τελείωσε το σχολείο έζησε στη Χαλίσκο όπου και επέστρεψε στο τέλος της ζωής του. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Λαογραφία στην πόλη του Μεξικού.
 
Κατείχε ακαδημαϊκή έδρα στο πανεπιστήμιο της πόλης του Μεξικού (UNAM), υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα στο εξωτερικό, αρχισυντάκτης της επιθεώρησης Crisol, ερευνητής κοινωνιολογίας και εθνολογίας, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, σεναριογράφος.
Μεξικάνος αφιερωμένος στην πατρίδα του, ο Φρανσίσκο Ρόχας Γκονσάλες κατάφερε να κερδίσει την αναγνώριση που του άξιζε χάρη έργα του. Μερικά απ αυτά μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, έχοντας τεράστια απήχηση την εποχή της μεξικάνικης κινηματογραφίας: la negra Angustias (Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας 1942), Lola Casanova και la historia de un frac, το οποίο και οικειοποιήθηκε το Χόλιγουντ αποδίδοντάς το σε άλλο συγγραφέα.
 
Με αφορμή μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από ξένους ανθρωπολόγους, ο Ρόχας αποφάσισε να γνωρίσει σε βάθος τη χώρα για να εμβαθύνει στον κόσμο των ιθαγενών καταφέρνοντας να αποτυπώσει τις παρατηρήσεις τους σε ένα εμβληματικό έργο, που θα εκδίδονταν μετά το θάνατό του,  με τον τίτλο "El diosero", στο οποίο περιλαμβάνεται και το διήγημα «η πλατεία της Σοσοκότλα». Δώδεκα διηγήματα που στρέφουν το βλέμμα στο μεξικανικό παρελθόν και δίνουν στον αναγνώστη να καταλάβει ότι ακόμα υπάρχουν στο Μεξικό γηγενείς που αρνούνται να αποκοπούν από τις ρίζες τους συμβάλλοντας στην ταυτότητα αυτής της χώρας. Άλλοτε σαν αφηγητής και άλλοτε συμμετέχοντας καταφέρνει μέσα από τις λεπτομερείς περιγραφές του να απεικονίσει την κοσμοθεωρία των διαφορετικών φυλών των ιθαγενών. Με χιούμορ, θαυμασμό και κυρίως σεβασμό ο Ροχας περιγράφει το ταξίδι του στη μεξικάνικη επικράτεια μέσα από τις περιπέτειες υπαρκτών προσώπων.
 
Είναι ο άνθρωπος που τόλμησε να μελετήσει τη χώρα του και να ζωγραφίσει  το πορτρέτο της σε ένα χάρτινο καμβά, με μια πένα αντί για πινέλο εμπνεόμενος από τη ζωή των ιθαγενών της. 

No comments: