πολυτεχνίτης ο [politexnítis] Ο10 θηλ. πολυτεχνίτισσα [politexnítisa] Ο27 : που γνωρίζει, που ασκεί πολλές τέχνες, που καταπιάνεται με πολλά πράγματα. (έκφρ.) ~ κι ερημοσπίτης, αυτός που ασχολείται, που καταπιάνεται με πολλά πράγματα και αποτυγχάνει σε όλα.
[πολυ- + τέχν(η) -ίτης· πολυτεχνίτ(ης) -ισσα]
No comments:
Post a Comment